#Bookblog

Προδημοσίευση από το καινούριο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου, Αστραφτερά Πεδία

Οπισθόφυλλο

Τα «Αστραφτερά πεδία» είναι μια περιδιάβαση στο Παρίσι και στην Αθήνα· μια διαδρομή, γεμάτη παρακάμψεις, στα ευμετάβλητα τοπία των εσώτερων πόλεων· στη σιωπή των προαστίων· στις ακτές. Η Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες, το Ντητρόιτ βρίσκονται εδώ σε δεύτερο πλάνο μολονότι έζησα μεγάλο μέρος της ζωής μου στις αμερικανικές πόλεις και στον ενδιάμεσο χώρο, στους αυτοκινητοδρόμους και στα μοτέλ. Στα «Αστραφτερά πεδία» ο προορισμός λείπει· στη διαδρομή γίνεται λόγος για τη λογοτεχνία, για τη νιότη, την πολιτική, την ιστορία, τη διεθνή στρατηγική, τον έρωτα, την ποίηση, το ροκ εντ ρολ, τον θάνατο και την αυτοκτονία – γίνεται συχνά λόγος για τον θάνατο και την αυτοκτονία· πολύ συχνά. Δεν ξέρω γιατί – δεν σκοπεύω να αυτοκτονήσω προς το παρόν· μάλιστα, τις περισσότερες μέρες είμαι εκστατικά ευτυχισμένη.

 Παρ’ όλ’ αυτά, έγραψα τα «Αστραφτερά πεδία» για τους νεκρούς – όχι ότι έχει κάποια σημασία γι’ αυτούς. Έχει για μένα· ώσπου να εκδοθεί το βιβλίο θα έχουν, σίγουρα, προστεθεί κι άλλοι θάνατοι, κι άλλες απώλειες. Τα «Αστραφτερά πεδία» είναι το είδος του βιβλίου που μπορεί να συνεχιστεί μέχρι το άπειρο ή μέχρι τον θάνατο του συγγραφέα: περιλαμβάνει σκέψεις, ιστορίες, αποσπάσματα μυθοπλασίας, αναμνήσεις από το παρελθόν και, κατά κάποιον τρόπο, αναμνήσεις από το μέλλον

Συμμετρία

Στην αρχή του 17ου αιώνα, ο Σόγκουν είχε ακούσει να λένε ότι η υπεροχή των Ευρωπαίων –στη ναυσιπλοΐα,  στο εμπόριο, στην πολιτική, στη στρατιωτική τέχνη– οφειλόταν στη γνώση των μαθηματικών. Θέλησε λοιπόν να αποκτήσει αυτή την πολύτιμη γνώση. Κάποιος του μίλησε για έναν Άγγλο ναύτη που ήξερε το μυστικό των μαθηματικών και ο Σόγκουν τον εγκατέστησε στο παλάτι του. Ο ναύτης τον δίδαξε μαθηματικά: ο Σόγκουν διατήρησε την εξουσία και έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Ποιος ήταν όμως αυτός ο Άγγλος ναύτης; Τον έλεγαν Γουίλ Άνταμς: προτού μπαρκάρει ήταν μαραγκός· είχε μάθει γεωμετρία για να δουλέψει σε καρνάγιο.

Στην απόκρυφη σοφία της Ανατολής, η Ευρώπη αντιπαρέθεσε τη γνώση, την έρευνα, τα μαθηματικά.

Η πρώτη φορά που είδα το Παρίσι

…ήταν το 1969, μέσα από τα τζάμια εκείνου του Πεζώ του μπαμπά μου. Από τότε οι καιροί άλλαξαν: ο καλύτερος ράπερ είναι λευκός, ο καλύτερος γκόλφερ είναι μαύρος. Μερικές φορές σκέφτομαι: το Παρίσι δεν βρίσκεται πια στο Παρίσι.

Ερνέστο Σάμπατο

Η πρώτη μου γνωριμία με τον Ερνέστο Σάμπατο ήταν ένα σχόλιό του για το “La jalousie” του Αλαίν Ρομπ-Γκριγιέ: είχα καταχαρεί που κάποιος αποκάλυπτε το κενό πίσω από το nouveau roman, εκφράζοντας τη γνώμη του με ευθύτητα αλλά χωρίς καθόλου ασέβεια. Ύστερα, άρχισα να διαβάζω Λατινοαμερικανούς συγγραφείς: ισπανόφωνους –μου άρεσαν πολύ τα ποιήματα του Χούλιο Κορτάσαρ και του Πάμπλο Νερούδα– καθώς και πορτογαλόφωνους· για εμάς τους Ευρωπαίους η Λατινική Αμερική φαντάζει ένας συνεκτικός κόσμος· όπως για τους Αμερικανούς συνεκτική και ενιαία φαντάζει η Ευρώπη – αλλά δεν είναι.

Θυμάμαι μια φορά στο Λος Άντζελες που, σε μια παρέα ένας φίλος μού είπε: «Α, έλα να σου γνωρίσω έναν συμπατριώτη σου! Κάποιον από την Ευρώπη!» Νόμισα, φυσικά, ότι επρόκειτο για Ελληνοαμερικανό, αλλά μόλις είδα τον «συμπατριώτη» κατάλαβα ότι δεν ήταν Έλληνας. «Από πού είστε;» ρώτησα. «Από το Λουξεμβούργο», είπε εκείνος σφίγγοντάς μου το χέρι. Θέλω να πω, αν δεν το είπα ήδη, ότι στην Αμερική μάς θεωρούν πιο ενωμένους απ’ όσο είμαστε. Ίσως κι εμείς θεωρούμε τους Λατινοαμερικανούς πιο ενωμένους απ’ όσο είναι. Τι σχέση έχει η Κλαρίς Λισπέκτορ –η εκθαμβωτική της ομορφιά έμοιαζε φυσική συνέχεια του τρόπου γραφής της – με τον Χόρζε Αμάντο; Δεν μπόρεσα να τελειώσω ούτε ένα βιβλίο του Αμάντο. Όταν δεν ξέρω τη γλώσσα του πρωτοτύπου, δεν είμαι καλή αναγνώστρια. Δεν ξέρω ούτε ισπανικά, ούτε πορτογαλικά – και μπερδεύω σαν χαζή την Ουρουγουάη με την Παραγουάη. Eπίσης, εξαιτίας της άγνοιάς μου, είμαι επιρρεπής στα στερότυπα: όταν γνώρισα έναν Κολομβιανό καλλιτέχνη, σκέφτηκα «αχά, καρτέλ ηρωίνης… druglords...»

Ξανασυνάντησα τον Ερνέστο Σάμπατο σαν να είχα διαγράψει έναν κύκλο: το ένα βιβλίο της φανταστικής βιβλιοθήκης οδηγεί στο άλλο, το ένα ράφι στο επόμενο… Έφτασα στο «Τούνελ» αφού διάβασα την «Ανακωχή» του Μάριο Μπενεντέττι: δυο μυθιστορήματα που θα τα χαρακτήριζα υπαρξιστικά μολονότι ο όρος σημαίνει τόσα πολλά ώστε καταλήγει στο τίποτα.

Πριν από λίγα χρόνια, όταν γινόταν λόγος ότι στην Ελλάδα θα πάθουμε «αυτά που έπαθε η Αργεντινή», σκεφτόμουν πως είναι αδύνατο: η Αργεντινή έχει τον Μπόρχες, τον Κασάρες, τον Σάμπατο – τους μεγαλύτερους συγγραφείς στην οικουμένη. Η κληρονομιά τους, η παράδοσή τους, προστατεύει τους ανθρώπους από την καταστροφή. Και μιλώντας για καταστροφή, σκεφτόμουν επίσης πως σ’ εκείνο το σύντομο βιβλιαράκι του Σάμπατο με τον τίτλο «Ο συγγραφέας και η καταστροφή» βρίσκει κανείς απαντήσεις για την τέχνη, το μυθιστόρημα, τη λογική, τη γνώση, το Κακό… Και το ξεφύλλισα πάλι μετά από τριάντα χρόνια.

Ο Ερνέστο Σάμπατο πέθανε δύο μήνες προτού γίνει εκατό ετών. Συχνά οι βιογράφοι του λένε: «έζησε δυο ζωές», ή «έζησε διπλή ζωή...» επειδή σπούδασε φυσική και ασχολήθηκε με τη θεωρία της σχετικότητας. Αλλά η φυσική είναι καθαρή ποίηση: δεν την «εγκαταλείπεις» για να γίνεις ποιητής – είσαι ποιητής, γι’ αυτό σπουδάζεις φυσική. Ο μυθιστορηματικός κόσμος του Σάμπατο ορίζεται από τη λογική κι από την αναζήτηση της αλήθειας που προϋποθέτουν οι θετικές επιστήμες˙ παρ’ όλ’ αυτά, τα πρόσωπα δεν εμφορούνται από τη λογική αλλά παρασύρονται από ασυλλόγιστα πάθη. Μα γιατί ο ζωγράφος Χουάν Πάμπλο Καστέλ σκότωσε τη Μαρία Ιριμπάρνε; Η «ευκολία» με την οποία γίνεται ο φόνος θυμίζει τον «Ξένο»: ο Mερσώ, ένα καυτό μεσημέρι, στην ακροθαλασσιά... Ένα πιστόλι· πρέπει να αποφασίσεις αν θα πυροβολήσεις ή αν δεν θα πυροβολήσεις.

Ο φόνος στο «Τούνελ» είναι μια πράξη χωρίς «γιατί»: καμιά εξήγηση δεν επαρκεί. Το μυθιστόρημα εξελίσσεται σε χρονικό μιας παράνοιας: ψυχαναγκαστικές σκέψεις, αμφιβολίες, αγωνία˙ ο Καστέλ φαντάζεται τον εαυτό του και τη Μαρία να προσπερνούν ο ένας τον άλλον σε παράλληλες σκοτεινές σήραγγες. Έγκλημα ζηλοτυπίας αλλά και κάτι περισσότερο: έγκλημα επειδή η επιθυμία για αγάπη χωρίς όρους μένει μετέωρη, αναπάντητη. Ο έρωτας, λέει ο Σάμπατο, δεν είναι η λύση στην ανθρώπινη μοναξιά: η ανθρώπινη μοναξιά πρέπει να βιωθεί.

Ο Σάμπατο είναι ένας από τους συγγραφείς μιας καινούργιας μητρόπολης που σχοινοβατεί στην άκρη του Τρίτου Κόσμου. Το Μπουένος Άιρες και τα συστατικά του περονισμού –προσωπολατρία, λαϊκισμός, εθνικισμός— αποτελούν το κοινωνικό πλαίσιο του έργου του το οποίο αντιστέκεται στην πατριωτική απομόνωση που προτείνει το καθεστώς του Περόν. Ο ήρωάς του στο «Τούνελ» δανείζεται χαρακτηριστικά από τον Αντουάν Ροκαντέν της «Ναυτίας» –είναι «αποκομμένος» και «αηδιασμένος»– καθώς κι από τον Μερσώ, από τoν παραλογισμό του· ο Καστέλ αισθάνεται το παράλογο γύρω του και προσπαθεί να το ερμηνεύσει. Η υπαρξιστική του αντίληψη τον οδηγεί στο να χρησιμοποιεί τις πιθανότητες σαν εργαλείο για να εξετάζει όλες τις δυνατές εκδοχές των επιλογών που του παρουσιάζονται –«αν κάνω το Α θα γίνει το Β, αν κάνω το Γ θα γίνει το Δ...»– εγκλωβίζοντας τον εαυτό του στον δαιμονικό ερμητισμό για τον οποίο μιλούσε ο Κίρκεγκωρ.

Οι μεγάλοι συγγραφείς κάνουν μεταφυσικές σκέψεις υπερβαίνοντας τα όρια της ύλης. Όταν ο Σάμπατο περιγράφει την «κόλαση» του Καστέλ αναδύεται το φρικτό αριστούργημα του Σατανά όπως το περιγράφει ο Μπερνανός: «μια βουβή γαλήνη, μοναχική, παγωμένη, ίδια η απόλαυση του κενού». Οι μεγάλοι συγγραφείς –τα πρόσωπα της φανταστικής βιβλιοθήκης– οδηγούν ο ένας στον άλλον: καμιά φορά η λογοτεχνία μού φαίνεται ένα διαδοχικό mise en abyme, ένα παιχνίδι με καθρέφτες.

Κριτική

«Για μένα», γράφει ο Κίρκεγκωρ, «ο κριτικός είναι τόσο απεχθής όσο ο παραγιός τού κουρέα που μέ κυνηγά με τή σαπουνάδα που χρησιμοποιεί για όλους, προσπαθώντας να τήν αλείψει στο πρόσωπό μου με τά βρώμικα δάχτυλά του.»

Ο άνθρωπος του δρόμου

«Η συγγραφική μου δραστηριότητα, τό εσωτερικό πάθος τής οποίας θα συγκινούσε και τίς πέτρες και που σε ορισμένα θέματα είναι άφθαστη,» γράφει ο Κίρκεγκωρ, «θεωρείται μια φτηνή απασχόληση, σαν τό ψάρεμα. Όσοι τήν αντιλαμβάνονται μέ ζηλεύουν σιωπηρά· οι υπόλοιποι δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Από τούς κριτικούς δεν έχω τήν παραμικρή υποστήριξη. Μέ αντιγράφουν, μέ διαβάλλουν σε ανόητες διαλέξεις και συγκεντρώσεις, δίχως καν να αναφέρουν τό όνομά μου. Τούς αρέσει να μέ θεωρούν παράλογο· θέλουν να δουν αν μπορούν να μέ τρελάνουν περισσότερο. Κρύβω τήν πραγματική μου εικόνα και τά σπάνια χαρίσματα που μού έχουν δοθεί. Ο άνθρωπος τού δρόμου μέ φθονεί. Χαίρεται να διαπομπεύει τίς αρετές μου. Και όλα εξαρτώνται από τή διάθεση ενός τέτοιου ανθρώπου. Μέ παρηγορεί που είμαι εσωστρεφής, γιατί έτσι δεν βλέπω, δεν ακούω τί γίνεται γύρω μου.»

Εκδίκηση

«Όλοι μας παίρνουμε εκδίκηση από τόν κόσμο,» λέει ο Κίρκεγκωρ. «Η δική μου έγκειται στο να υποφέρω τήν απελπισία και τόν τρόμο, ενώ τό γέλιο μου διασκεδάζει τούς πάντες. Αν δω κάποιον να υποφέρει, τόν συνδράμω, τόν ανακουφίζω όσο καλύτερα μπορώ και τόν ακούω ήρεμα να μέ διαβεβαιώνει πως είμαι τυχερός. Αν καταφέρω να διατηρήσω αυτή τή σχέση μέχρι τή μέρα που θα πεθάνω, θα έχω πάρει τήν εκδίκησή μου από τόν κόσμο.»

Οδός Νταμέμ

Το σπίτι μου στην οδό Νταμέμ, στον 13ο τομέα –ένα σπίτι με μεγάλα, γελαστά παράθυρα– συνδέθηκε με στιγμιαία έκλειψη της λογικής. Σαν τους πιστούς που χάνουν την πίστη τους, έχασα τη λογική – παρότι έκανε θόρυβο μέσα στο κεφάλι μου. Αγαπούσα το σπίτι, αγαπούσα τη συνοικία – και παρ’ όλ’ αυτά έφυγα: οι περιπλανήσεις είναι λάθη μέσα στον κόσμο. Αλλά το να περιπλανάσαι δεν σημαίνει ότι έχεις χαθεί. Για να μη σφάλλω, σκεφτόμουν, πρέπει να μείνω ακίνητη – αλλά δεν μπορούσα να μείνω ακίνητη.


*
Tο βιβλίο θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες απο τις Εκδόσεις Πατάκη


© 2024 PROSPERUS Με επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.
  ^