#Bookblog

Soze Saramago, Το τελευταίο τετράδιο

«Θέλω να φαίνεται στα βιβλία μου πως από αυτό τον κόσμο πέρασε (ό,τι αξία κι αν έχει αυτό, σύμφωνοι;) ένας άνθρωπος που λεγόταν Ζοζέ Σαραμάγκου. Θέλω να το μαθαίνει κανείς αυτό στην ανάγνωση των βιβλίων μου – επιθυμώ η ανάγνωση των βιβλίων μου να μην είναι μερικά ακόμα μυθιστορήματα στη λογοτεχνία, αλλά ο τόπος όπου αντιλαμβάνεται κανείς το σημάδι ενός ανθρώπου», ανέφερε σε μια παλιά του συνέντευξη ο μεγάλος νομπελίστας συγγραφέας.
Το τελευταίο τετράδιο περιλαμβάνει όλα τα κείμενα που έγραψε ο Ζοζέ Σαραμάγκου για το blog του, από το Μάρτιο του 2009 ως τον Ιούνιο του 2010.
Είναι η τελευταία καταγραφή, σε καθημερινή σχεδόν βάση, της σκέψης του για την ιβηρική και την παγκόσμια επικαιρότητα, για τους θεσμούς και τα πρόσωπα που μας κυβερνούν, για τις αξίες και τους θεσμούς που λείπουν, για τα προσωπικά του σχέδια και τις ματαιώσεις τους, για το όραμα του κόσμου που θα γεννηθεί μέσα από την κρίση.

***

Ας ρίξει την πρώτη πέτρα όποιος δεν έχει ούτε μια κηλίδα μετανάστευσης να του λεκιάζει το γενεαλογικό δέντρο… Όπως και στο παραμύθι με τον κακό λύκο, που κατηγορούσε το αθώο προβατάκι που του θόλωνε το νερό στο ρυάκι όπου έπιναν κι οι δυο, αν δεν μετανάστευσες εσύ, μετανάστευσε ο πατέρας σου, κι αν ο πατέρας σου δεν χρειάστηκε ν’ αλλάξει τόπο, ήταν γιατί ο παππούς σου, πριν απ’ αυτόν, βρήκε ως μόνη λύση να πάει, με τα υπάρχοντα στους ώμους, να αναζητήσει το ψωμί που του αρνιόταν ο τόπος του. Πολλοί Πορτογάλοι πνίγηκαν στον ποταμό Μπιντασόα όταν, μέσα στη μαύρη νύχτα, προσπάθησαν να φτάσουν κολυμπώντας στην απέναντι όχθη, όπου λεγόταν πως άρχιζε ο παράδεισος της Γαλλίας. Εκατοντάδες χιλιάδες Πορτογάλοι αναγκάστηκαν να υποβληθούν, στην επονομαζόμενη καλλιεργημένη και πολιτισμένη Ευρώπη της άλλης πλευράς των Πυρηναίων, σε επονείδιστες εργασιακές συνθήκες και αναξιοπρεπείς μισθούς. Όσοι κατάφεραν να υπομείνουν τις γνωστές βιαιότητες και τις νέες στερήσεις, οι επιζήσαντες, αποπροσανατολισμένοι μέσα σε κοινωνίες που τους περιφρονούσαν και τους ταπείνωναν, χαμένοι σε γλώσσες που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν, σιγά σιγά κατασκεύαζαν, με ηρωικές σχεδόν θυσίες και απάρνηση, νόμισμα το νόμισμα, σεντάβο το σεντάβο, το μέλλον των απογόνων τους. Μερικοί απ’ αυτούς τους άντρες, μερικές απ’ αυτές τις γυναίκες, δεν έχασαν ούτε θέλησαν να χάσουν τη μνήμη της εποχής όπου υπέφεραν όλες τις ταπεινώσεις της κακοπληρωμένης δουλειάς και όλες τις πίκρες της κοινωνικής απομόνωσης. Χάρη τούς χρωστούμε που κατάφεραν να διατηρήσουν το σεβασμό που όφειλαν στο παρελθόν τους. Πολλοί άλλοι, η πλειοψηφία, έκοψαν τις γέφυρες που τους συνέδεαν με εκείνες τις σκοτεινές ώρες, ντρέπονταν που είχαν υπάρξει αδαείς, φτωχοί, κάποιες φορές άθλιοι, συμπεριφέρονται εντέλει σαν γι’ αυτούς μια αξιοπρεπής ζωή να ξεκινά πραγματικά μόνο την ευτυχή εκείνη μέρα που μπορούν ν’ αγοράσουν το πρώτο τους αυτοκίνητο. Είναι πάντα έτοιμοι να μεταχειριστούν με την ίδια σκληρότητα και την ίδια περιφρόνηση τους μετανάστες που διέσχισαν τον νέο Μπιντασόα, πιο πλατύ και πιο βαθύ, τη Μεσόγειο Θάλασσα, όπου αφθονούν οι πνιγμένοι και γίνονται τροφή για τα ψάρια, εκτός αν η παλίρροια και ο άνεμος προτιμήσουν να τους σπρώξουν προς την παραλία, μέχρι να εμφανιστεί κάποιος πολιτοφύλακας για να μαζέψει τα πτώματα. Οι επιζήσαντες των νέων ναυαγίων, αυτοί που πάτησαν πόδι στη στεριά και δεν εκδιώχθηκαν, έχουν μπροστά να τους περιμένει ο αιώνιος Γολγοθάς της εκμετάλλευσης, της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού, του φυλετικού μίσους, της υποψίας, της ηθικής μείωσης. Αυτός που τον είχαν προηγουμένως εκμεταλλευτεί κι έχασε τη μνήμη αυτού που του συνέβη, θα εκμεταλλευτεί. Αυτός που τον περιφρόνησαν και προσποιείται πως το ξέχασε, θα τελειοποιήσει την ίδια του την περιφρόνηση. Αυτός που χθες μείωσαν, θα μειώσει σήμερα με περισσότερη μνησικακία. Και ιδού, όλοι μαζί, να ρίχνουν πέτρες σε όποιον έρχεται από την άλλη όχθη του Μπιντασόα, σαν να μην είχαν ποτέ οι ίδιοι μεταναστεύσει, ή οι γονείς τους, ή οι παππούδες τους, σαν να μην είχαν υποφέρει από την πείνα, την αγωνία και το φόβο. Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, υπάρχουν και μισητοί τρόποι για να είναι κανείς ευτυχής.


***
Ο Ζοζέ ντε Σούζα Σαραμάγκου γεννήθηκε το 1922 στο μικρό χωριό Αζινιάγκα της Πορτογαλίας από γονείς φτωχούς ακτήμονες αγρότες, μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Λισαβόνας (το Σαραμάγκου ήταν παρατσούκλι της οικογένειας ντε Σούζα, από ένα είδος ραφανίδας που έτρωγαν οι φτωχοί, και γράφτηκε στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως). Πέρασε τα σχολικά του χρόνια στη Λισαβόνα, όπου, όμως, παρά την έφεσή του στα γράμματα, αναγκάστηκε να αφήσει το γυμνάσιο για μια τεχνική σχολή που τον βοήθησε να βρει δουλειά σαν μηχανικός αυτοκινήτων. Παράλληλα, όσα βράδια παρέμενε ανοιχτή, επισκεπτόταν την Εθνική Βιβλιοθήκη και διάβαζε χωρίς βοήθεια ή καθοδήγηση, παρά μόνο με την περιέργεια και τη θέληση να μάθω, όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του. Εντελώς αυτοδίδακτος, ο Σαραμάγκου εξέδωσε το 1947 το μυθιστόρημα Γη της αμαρτίας, που μεσούσης της δικτατορίας του Σαλαζάρ πέρασε απαρατήρητο. Κομμουνιστής με παράνομη πολιτική δράση, εργάστηκε για πολλά χρόνια σε εκδοτικούς οίκους και σε εφημερίδες ως σχολιαστής, ως υπεύθυνος λογοτεχνικών σελίδων και ως βιβλιοκριτικός. Μετά την επανάσταση του 1974 υπήρξε για ένα διάστημα υποδιευθυντής της μεγάλης εφημερίδας της Λισαβόνας Diarios de Noticias. Έγινε ένας από τους πιο γνωστούς συγγραφείς στη χώρα του χάρη κυρίως στα μυθιστορήματα του. Το 1998 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Σήμερα ζει στα Κανάρια Νησιά, όπου κατέφυγε το 1993, όταν κορυφώθηκε η ρήξη του με την πορτογαλική Εκκλησία με αφορμή το έργο του Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιο. Τα γνωστότερα βιβλία του είναι: Εγχειρίδιο ζωγραφικής και καλλιγραφίας (1977), Από τη γη θρεμμένος (1980), Ταξίδι στην Πορτογαλία (1981), Το χρονικό του μοναστηριού (1983), Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις (1984), Η πέτρινη σχεδία (1986), Ιστορία της Πολιορκίας της Λισαβόνας, (1989), Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον (1991), Περί τυφλότητος (1995), Όλα τα ονόματα (1997), Η σπηλιά (2001), Ο άνθρωπος αντίγραφο (2003), Περί φωτίσεως (2004).
 


© 2024 PROSPERUS Με επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.
  ^