#Bookblog

Στο εργαστήρι της Άννας Παπασταύρου


H Άννα Παπασταύρου με αφορμή τις μεταφράσεις των βιβλίων του Εrri De Luca, τα οποία κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Κέλευθος, αποκαλύπτει τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισε τη γλώσσα, το ύφος, το λογοτεχνικό στυλ του συγγραφέα.

***

Τον Erri De Luca δεν τον γνώριζα, παρότι είναι πολύ γνωστός και καταξιωμένος συγγραφέας στη χώρα του, μεταφρασμένος σε πάνω από τριάντα χώρες. Δεν είχε τύχει να τον διδαχτώ (είμαστε σχεδόν συνομήλικοι, εξάλλου) ούτε να τον διαβάσω.

Είχα την τύχη όμως να μου προτείνουν να μεταφράσω το βιβλίο του με τίτλο Το βάρος της πεταλούδας (εκδ. Κέλευθος). Ήταν από τις σπάνιες στιγμές που ο μεταφραστής νιώθει ότι ένα βιβλίο τον περίμενε να το μεταφράσει. Ερωτεύτηκα το ύφος του και το βάθος της σκέψης του, όπως επίσης κατάλαβα αμέσως ότι θα με παίδευε η μετάφρασή του. Δύσκολη, πυκνή γραφή, λέξεις διαλεγμένες σχολαστικά δημιουργούν ένα κείμενο που ακροβατεί ανάμεσα στον πεζό και τον ποιητικό λόγο. Αυτή εξάλλου είναι και η μεγαλύτερη δυσκολία για την απόδοσή του σε μια ξένη γλώσσα, μιας και το αποτέλεσμα πρέπει να είναι εξίσου ποιητικό.

Μεταφράζοντας είχα διαρκώς την αίσθηση ότι επικοινωνούσα με τον συγγραφέα. Θέλησα να τον «γνωρίσω», για να μπορέσω να αποκρυπτογραφήσω πιο σωστά τη σκέψη του. Δεν μπορούσα να τον φανταστώ χωμένο πίσω από βιβλία, κλεισμένο σ’ ένα δωμάτιο να γράφει. Και πράγματι, η ζωή του, τουλάχιστον όπως την αποτυπώνουν όσα έχουν γραφτεί γι’ αυτόν, είναι γεμάτη με απίστευτες όσο και ετερόκλητες εμπειρίες. Αλπινιστής, οικοδόμος, βιομηχανικός εργάτης, ακτιβιστής, πολιτικοποιημένος από τα πρώτα χρόνια της νιότης του, δραστήριο μέλος της Lotta Continua, μεταφραστής (μόνος του μελέτησε ρώσικα, σουαχίλι, γίντις, αρχαία εβραϊκά, μεταφράζοντας και μεγάλο μέρος της Βίβλου), εθελοντής στην Αφρική, οδηγός για τα ανθρωπιστικά κονβόι στον πόλεμο της πρώην Γιουγκοσλαβίας… τι να πρωτοπώ γι αυτόν τον άνθρωπο. Η πολυσχιδής του προσωπικότητα καθρεφτίζεται στο έργο του, όπου ωστόσο το κυρίαρχο στοιχείο είναι η φύση και η σχέση του ανθρώπου μ αυτήν. Αυτή τη χρονιά ο De Luca αναμένεται στην Ελλάδα κι έτσι θα τον γνωρίσουμε κι από κοντά. Σίγουρα αυτή η γνωριμία θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον.

Επιστρέφοντας στη διαδικασία της μετάφρασης, θα έλεγα ότι είναι εξαιρετικά επίπονη και συχνά βασανιστική. Στο βάρος της πεταλούδας η πρόκληση για μένα ήταν να αποδώσω την ποιητικότητά του, χωρίς να πέσω σε απλουστεύσεις, χωρίς να αλλοιώσω τον ρυθμό και τη μελωδικότητα του λόγου. Και μόνο ο ευρηματικός τίτλος του παραπέμπει σε μια αλληγορία και συνάμα μια αντίφαση. Μια πεταλούδα είναι ανάλαφρη, ένα πούπουλο, είναι ένα ζούδι εφήμερο, που χάνεται αθόρυβα, διακριτικά. Όμως μπορεί να αποκτήσει υπόσταση, μπορεί να γίνει το οριακό βάρος, μπορεί να είναι η ψυχή, ανθρώπου είτε ζώου, μπορεί να είναι το ίχνος, η ύστατη ανάσα πριν το τέλος. Η στιγμή που η φύση αποδεικνύεται ο μεγάλος νικητής, στη μονομαχία ανθρώπου και ζώου, αλλά και δάσκαλος για τον άνθρωπο, που φαντάζει απίστευτα μικρός μπροστά της, κι ας έχει αυτός τα όπλα, κι ας έχει αυτός μια ψεύτικη υπεροχή απέναντί της.

Μετέφρασα κι άλλα βιβλία του De Luca στη συνέχεια. Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια και το Είσαι δικός μου, εσύ. Και έπονται κι άλλα. Είναι φυσικό η τριβή με τα έργα ενός συγγραφέα να διευκολύνει τον μεταφραστή, ωστόσο του δημιουργεί και ένα πρόσθετο βάρος, την ανάγκη να μην υποκύψει σε ευκολίες, να θεωρήσει ότι έχει κάνει κτήμα του τον συγγραφέα και να αδιαφορήσει για ό,τι νέο έχει αυτός να προτείνει σε κάθε του βιβλίο.

Δεν κατέφυγα σε άλλες μεταφράσεις, δεν είναι κάτι που κάνω. Θεωρώ πολύ προσωπική τη σχέση του μεταφραστή με τον συγγραφέα και δεν νομίζω ότι την ευνοεί η παρείσφρηση ενός «τρίτου». Εξαίρεση ήταν για μένα η μετάφραση της νουβέλας του Τσέχοφ «Η κυρία με το σκυλάκι», που περιλαμβανόταν σε μια σπουδαία ανθολογία διηγημάτων με την υπογραφή του Jeffrey Eugenides (Της αγάπης μου ο σπουργίτης πέταξε, εκδ. Πατάκη). Μην ξέροντας ρωσικά, χρειάστηκε να καταφύγω σε μεταφράσεις του διηγήματος από όποιες γλώσσες γνωρίζω, ώστε να νιώσω πιο ασφαλής για το αποτέλεσμα. Πιστεύω ότι γενικά πρέπει να αποφεύγεται η μετάφραση από μεταφρασμένο, γιατί κρύβει πολλούς κινδύνους. Πιο σωστά, κάθε μετάφραση κρύβει πολλούς κινδύνους. Για να μην παραλείψω το προαιώνιο ερώτημα της πιστότητας της μετάφρασης, που απασχόλησε και απασχολεί τον μεταφραστικό κόσμο από καταβολής του: πρέπει μια μετάφραση να είναι πιστή στο πρωτότυπο και πόσο; Μπορεί μια μετάφραση να είναι πραγματικά καλή αν μείνει απόλυτα πιστή σ’ αυτό;

Δεν νομίζω ότι υπάρχει μια σαφής ή απόλυτη απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Αυτό που προσπαθώ πάντα να κάνω, όσο καλύτερα μπορώ, είναι να μένω πιστή στο κείμενο, κυρίως όμως πιστή στο ύφος του συγγραφέα. Δεν πρέπει ο μεταφραστής να επηρεάζει με το δικό του προσωπικό ύφος γραφής το ύφος του συγγραφέα, διαφορετικά όσες μεταφράσεις βγαίνουν από τα χέρια του θα είναι ίδιες κι απαράλλαχτες. Κάθε συγγραφέας έχει δικούς του κώδικες επικοινωνίας και είναι πραγματικός βιασμός εκ μέρους του μεταφραστή αν δεν τους ακολουθήσει. Όταν μιλάμε για λογοτεχνία, για γνήσια λογοτεχνία, κάθε λέξη έχει τη θέση της, έχει λόγο ύπαρξης και αποτυπώνει όχι μόνο μια σκέψη αλλά και ένα συναίσθημα. Ο στόχος του μεταφραστή είναι να αποκωδικοποιήσει το συναίσθημα κάτω από τη λέξη, άρα να βρει την αντίστοιχη λέξη στη γλώσσα του για να το μεταβιβάσει. Άλλοτε αυτό είναι πιο εύκολο, άλλοτε πάλι εξαιρετικά δύσκολο. Στην περίπτωση του De Luca, οι δυσκολίες είναι περισσότερες, ακριβώς λόγω της ποιητικότητας και της χρήσης λέξεων που παραπέμπουν σε παρελθούσες εποχές.

Ζούμε σε μια εποχή που το βιβλίο αγωνίζεται να επιβιώσει, κυνηγημένο από τα εύκολα «οπτικοακουστικά» μέσα. Βιβλία γίνονται γνωστά πρώτα σαν κινηματογραφικές ταινίες και μετά τα αναζητούν οι θεατές στα βιβλιοπωλεία. Σπουδαία βιβλία μένουν απούλητα κι άλλα κάνουν «τρελές πωλήσεις», χωρίς να έχουν την παραμικρή σχέση με λογοτεχνία. Έτσι ο ρόλος του μεταφραστή γίνεται ολοένα και πιο ουσιαστικός, γιατί έχει στα χέρια του ένα έργο που οφείλει να το παρουσιάσει στο αναγνωστικό κοινό με τον καλύτερο, πιστότερο, «ευφυέστερο» τρόπο. Πολλοί συγγραφείς αδικήθηκαν από κακές μεταφράσεις, άλλοι πάλι είχαν μια σπουδαία πορεία χάρη και σ’ αυτές. Το γεγονός ότι στις μέρες μας ο μεταφραστής τείνει να πάρει τη θέση που του αξίζει, και να θεωρείται «συνδημιουργός», μας κάνει να αισιοδοξούμε και παράλληλα μας δημιουργεί αυξημένες υποχρεώσεις.

Πολύ συχνά οι μεταφραστές είναι και συγγραφείς, ή το αντίστροφο. Όταν συμβαίνει αυτό, ο κίνδυνος να «απιστήσουν» στον συγγραφέα που μεταφράζουν είναι ακόμα μεγαλύτερος, μιας και υπερισχύει το προσωπικό τους ύφος. Σ’ αυτό το σημείο, θα προσθέσω δυο λόγια για τους συναδέλφους διορθωτές και επιμελητές, οι οποίοι συχνά κάνουν μια εξαιρετικά σημαντική δουλειά, άλλοτε δε κυριολεκτικά «σώζουν» μεταφράσεις. Το γεγονός ότι σπάνια γίνεται αναφορά σε αυτούς δεν μειώνει την αξία τους. Μια καλή συνεργασία του μεταφραστή με τον επιμελητή έχει πάντα σαν αποτέλεσμα ένα καλύτερο βιβλίο.




Πηγή: bookpress.gr





© 2024 PROSPERUS Με επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.
  ^