#Bookblog

Ενα κείμενο του Τζο Νέσμπο για το νέο του μυθιστόρημα, Δίψα, που μόλις κυκλοφόρησε

Τι σκέφτομαι όταν ξεκινώ να γράψω ένα βιβλίο; Στην αρχή σκέφτομαι ότι είναι αδύνατον. Είναι αδύνατον να μετατρέψω όλα όσα σκέφτομαι κι αισθάνομαι σε γράμματα και να τα μεταδώσω στον αναγνώστη δίχως να τους στερήσω τα σημαντικότερα στοιχεία τους. Κι ότι είναι αδύνατον, έτσι κι αλλιώς, αυτά τα ασαφή, ηχοποιητικά σύμβολα να μπορέσουν να αποπλανήσουν έναν αναγνώστη και να τον κάνουν να μ’ ακολουθήσει εκεί που τον πάω. Υπό αυτήν την έννοια, είμαι ένας πιλότος που κάθεται πίσω από το χειριστήριο ενός τζάμπο τζετ, με τον διάδρομο απογείωσης εμπρός του, και ξέρει ότι, παρόλο που έχει καταφέρει το εν λόγω θαύμα στο παρελθόν, η κοινή λογική λέει πως δύο φτερά κι ένας πρόθυμος κινητήρας δεν μπορούν από μόνα τους ν’ απογειώσουν ένα αεροπλάνο.

Ετσι κι ένας συγγραφέας δεν γράφει από μόνος του μια ιστορία. Στην αρχή κατασκευάζει ιστορίες που μπορούν να ιδωθούν μέσα από ένα πλαίσιο, μια υπάρχουσα λογοτεχνική παράδοση. Αυτό, τουλάχιστον, κάνω εγώ. Οι συγγραφείς παντός είδους, κι ανεξαρτήτως αν το συνειδητοποιούν ή όχι, συνομιλούν με τους προκατόχους αλλά και τους σύγχρονους συναδέλφους τους. Ως συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας δεν έχω μόνο χρέος απέναντι στον Εντγκαρ Αλαν Πόε, τον Κόναν Ντόιλ, τον Ρέιμοντ Τσάντλερ και τον Τζιμ Τόμσον· ούτε διαβάζομαι μόνο υπό το δικό τους πρίσμα. Αλλά κι απέναντι στον Καρλ Ούβε Κνάουσγκορ, τον Τζον Ιρβινγκ, την Αστριντ Λίντγκρεν, τον Τσαρλς Ντίκενς και, εδώ που τα λέμε, μέχρι πολύ πίσω, τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες. Και διαβάζομαι –επιμένω– και υπό το δικό τους πρίσμα.

Οι συγγραφείς δεν γράφουν απαραιτήτως εντός ενός λογοτεχνικού πλαισίου. Ομως το αναγνωστικό κοινό που θα διαβάσει το βιβλίο σου, θα το ερμηνεύσει σύμφωνα με το ηχόχρωμα των εμπειριών του στη ζωή και στην ανάγνωση, ανάλογα με την αισθητική και τα γούστα του, τις ηθικές του αξίες, τις προσδοκίες που έχει από τη λογοτεχνία γενικά. Αν, λοιπόν, ο συγγραφέας είναι ο πιλότος, τότε η λογοτεχνική παράδοση είναι τα φτερά, και οι αναγνώστες ο κινητήρας του αεροσκάφους.

Το μυθιστόρημα «Η δίψα» ξεκίνησε το 2015. Μιας και είναι το ενδέκατο βιβλίο της σειράς με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Χάρι Χόλε, είχα να κάνω μ’ έναν χαρακτήρα τον οποίο γνώριζα ήδη πολύ καλά. Ο λόγος για τον οποίο ο Χάρι Χόλε συνεχίζει να μ’ ενδιαφέρει τόσο πολύ είναι ακριβώς επειδή τον γνωρίζω τόσο καλά. Οχι ότι δεν με κουράζουν ποτέ ο Χάρι και ο κόσμος του: είναι και οι δυο τους σκοτεινοί και μου χρειάζεται και λίγο φως πού και πού. Αλλά έχοντας βγει για λίγο στο εκτυφλωτικό φως της μέρας, πάντα αποζητώ να επιστρέψω στη μελαγχολία και τον απαισιόδοξο μηδενισμό του Χάρι.

Γι’ αυτό κι είναι παράδοξο το γεγονός ότι «Η δίψα» ξεκινά με τον Χάρι ευτυχισμένο. Δεν έχω συνηθίσει τον Χάρι ευτυχισμένο και δυσκολεύτηκα λίγο στο γράψιμο. Παντρεύτηκε τη Ράκελ στο τέλος του προηγούμενου μυθιστορήματος («Αστυνομία») και διδάσκει τώρα στην αστυνομική ακαδημία, όπου σπουδάζει και ο γιος της Ράκελ, Ολεγκ. Ο ίδιος ο Χάρι ξυπνάει καθημερινά ευχόμενος να μην αλλάξει τίποτα, να περάσει η μέρα σαν μια απλή επανάληψη της προηγούμενης. Αλλά την ίδια στιγμή που ο ιδιώτης Χάρι Χόλε αποζητά μια αιώνια, αρμονική Ημέρα της Μαρμότας, ο αστυνομικός κι ερευνητής ανθρωποκτονιών μέσα του κάθεται σ’ αναμμένα κάρβουνα. Ο μοναδικός δολοφόνος που του ξέφυγε κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερος.

Αυτό θέτει το εξής ερώτημα: Αν το κυνήγι της ευτυχίας δεν είναι η πρωταρχική κινητήρια δύναμη κάποιου σαν τον Χάρι, τι είναι; Αν η ανάγκη ν’ ανήκουμε στο κοπάδι ξεπερνά την αγάπη προς τη σύντροφο και τα παιδιά μας, μήπως είμαστε αγελαία ζώα; Μήπως ακόμα κι ένας παρίας σαν τον Χάρι χρειάζεται την αναγνώριση περισσότερο απ’ ό,τι την οικογένειά του; Μήπως η «ιδιωτική» ευτυχία είναι υπερτιμημένη;

Εγραψα το μεγαλύτερο μέρος της «Δίψας» στο Οσλο, στο καφέ όπου συχνάζω τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια. Εκεί, στο συνηθισμένο τραπέζι μου στο βάθος, δίπλα στον τοίχο, λίγο μετά την απογείωση του τζάμπο τζετ «Η δίψα», αποφάσισα ν’ αλλάξω πορεία. Οι αφορμές ήταν δύο: Η πρώτη ήταν μια συζήτηση που έτυχε ν’ ακούσω μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας στο διπλανό τραπέζι, την οποία πέρασα αρχικά για συνέντευξη εργασίας («Πού βλέπεις τον εαυτό σου σε πέντε χρόνια από τώρα; Ποια πιστεύεις ότι είναι τα βασικά σου προτερήματα;») πριν καταλάβω ότι επρόκειτο για ραντεβού που είχε κλειστεί μέσω κάποιας διαδικτυακής πλατφόρμας γνωριμιών («Αν μου αρέσουν περισσότερο οι σκύλοι ή οι γάτες; Χμ... Εσένα τι σου αρέσει περισσότερο;»). Δεν με ιντρίγκαραν τόσο οι πιθανοί κίνδυνοι μιας γνωριμίας μέσω Tinder όσο η οδυνηρά ντροπιαστική συζήτηση του ζευγαριού. Εμοιαζαν κι οι δυο να ψάχνουν ματαίως να κρυφτούν πίσω από κοινωνικές συμβάσεις και κοινοτοπίες, προβάλλοντας μια πασιφανώς ψιλοψεύτικη εικόνα του εαυτού τους, τη στιγμή που στέκονταν ολόγυμνοι κάτω από το εξεταστικό βλέμμα ο ένας του άλλου. Ηταν, εναλλάξ, ο συγγραφέας κι ο αναγνώστης του. Και οι ιστορίες που διηγήθηκαν ο ένας στον άλλο, μεταμορφωμένες στο πιο κοντινό λογοτεχνικό τους πλαίσιο, βρέθηκαν από μόνες τους ν’ αποτυπώνονται στο πληκτρολόγιό μου.

Η δεύτερη αλλαγή στην πορεία μου με οδήγησε –και τους ενδεχόμενους αναγνώστες μου– να προσγειωθούμε σε διαφορετικό μέρος απ’ ό,τι στην αρχή σχεδίαζα κι έχει να κάνει με τον βαμπιρισμό. Οταν ξάφνου έπεσα πάνω στις ιστορίες του Πέτερ Κέρτεν, του βρικόλακα του Ντίσελντορφ και του Ρίτσαρντ Τρέντον Τσέις, κατάλαβα μεμιάς τι ακριβώς έλειπε για να χτίσω τη γέφυρα που θα ένωνε όλα τα θέματα του βιβλίου. Συνήθως δεν ενδιαφέρομαι γι’ αυτό που ονομάζουμε «αληθινές ιστορίες εγκλημάτων», αλλά ο ανθρώπινος παράγοντας των ιστοριών που βρήκα ήταν ιδιαίτερα ανατρεπτικός και προκλητικός. Οπως και ο Χάρι, έτσι κι ο βαμπιριστής ψάχνει να βρει τα πιο εσωτερικά κομμάτια των ανθρώπων – με λίγο πιο κυριολεκτικό τρόπο, βεβαίως. Πάντα περιέγραφα τον Χάρι ως έναν δυνάμει εγκληματία· ποτέ ως δυνάμει πότη αίματος. Αλλά δεν βαριέστε, ορίστε ένα spoiler: στη «Δίψα» ο Χάρι θα πιει αίμα.

Τι σκέφτομαι λοιπόν έχοντας τελειώσει τη συγγραφή ενός βιβλίου, έχοντας προσγειώσει, ως εκ θαύματος, το τζάμπο τζετ κι έχοντας επιζήσει από την όλη εμπειρία; Τότε, σχεδόν ψυχαναγκαστικά και ακούραστα, σκέφτομαι το επόμενο σκάφος που θα θελήσω να απογειώσω.

Μπορείτε να το πείτε και «δίψα»· βλέπετε, μπορεί όντως ο συγγραφέας να μοιάζει στους χαρακτήρες του. Σαν τον Χάρι και σαν τον βαμπιριστή, πολλοί συγγραφείς αδυνατούν να σταματήσουν. Εχουν ανάγκη να γράφουν, έχουν ανάγκη να πετούν.

​​***

Το παρόν δημοσιεύτηκε αποκλειστικά στην «Καθημερινή», καθώς και σε επιλεγμένες εφημερίδες του εξωτερικού. Το μυθιστόρημα «Η δίψα» του Τζο Νέσμπο κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Μετάφραση από τα νορβηγικά: Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη. Η κ. Γλυνιαδάκη υπογράφει και τη μετάφραση του παρόντος κειμένου.


Δείτε το βιβλίο εδώ





© 2024 PROSPERUS Με επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.
  ^