#Bookblog

Κική Δημουλά: Το πρώτο Νόμπελ το δικαιούται ο xρόvos

Η κορυφαία ελληνίδα ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά, λίγο πριν την κυκλοφορία της νέας της ποιητικής συλλογής με τον τίτλο Άνω Τελεία, συνομίλησε με τον δημοσιογράφο Μανώλη Πιμπλή.

*

Ας αρχίσουμε από τον τίτλο: «Άνω τελεία». Για ποιον λόγο τον επιλέξατε;
Δεν τον επέλεξα, μου επεβλήθη. Ίσως τον ενθάρρυνε ότι στο ποίημα με τίτλο «Το Πολυτονικό» επαινώ τη σημασία των τόνων και της στίξης. Αν τώρα με ρωτήσετε γιατί άνω τελεία και όχι τελεία θα πω ότι την απέφυγα γιατί θα ήταν σαν να κατέθετα μια ληξιαρχική πράξη. Μελόδραμα δηλαδή. Το πιθανότερο όμως είναι ότι με μαγνήτιζε η λέξη: Άνω. Με τραβούσε κατά πάνω σαν για να με απομακρύνει από το αρπακτικό: Κάτω.

Στο ποίημα «Στο τρένο» μιλάτε με τρυφερότητα για καταργημένους σταθμούς και για «ασεβή ταχύτητα» με την οποία διασχίζονται οι εκτάσεις. Ταυτόχρονα δηλώνετε ότι επιστρέφετε, χωρίς να λέτε καθαρά πού. Έχει άραγε την επιλογή ο σύγχρονος άνθρωπος να μην επιβιβασθεί στο τρένο μεγάλης ταχύτητας; Και πού πάει, επιτέλους, αυτό το τρένο;
Έχει σημασία από πού έρχεται και πού πάει αυτό το τρένο. Πρόθεσή μου πάντως ήταν να τονίσω ότι το παρελθόν ταξιδεύει συνεχώς, με το μέσον της κατάργησης του και με μόνους τολμηρούς επιβάτες το παρόν και το μέλλον.

Απομονώνω φράσεις και λέξεις σας: «νόσος της θλίψης», «μελαγχολία», «κλαμένοι καιροί». Ταυτόχρονα λέτε ότι γαντζωνόμαστε από φόβο επάνω στη ζωή. Είναι ο φόβος του θανάτου πιο δυνατός από κάθε θλίψη; Και μήπως όμως δεν είναι πιο δυνατός από κάθε χαρά; Οπότε είναι αυτή η εξήγηση της θυσίας;
Κατά τη γνώμη μου ή μάλλον κατά τη δική μου φοβιτσιάρα ψυχολογία, ο κύριος υπεύθυνος για κάθε θλίψη αλλά και για την αναίτια ―συχνότατα― μελαγχολία είναι ο έμφυτος φόβος του θανάτου. Είναι δε τόσο επιθετικός, ώστε να υποπτεύομαι ότι η δημιουργία και η δημιουργικότητα έχουν ως κίνητρό τους την αποφυγή ή την απομάκρυνση του θανάτου. Θα προσθέσω ότι τουλάχιστον εγώ δεν γνώρισα καμιά μεγάλη χαρά που να μην τρέμει ευθύς εξαρχής τον θάνατο της. Υποπτεύομαι μάλιστα ότι τα ίδια τα ωραία και τόσο ενθουσιώδη αισθήματα γνωρίζουν το όριο της ζωής τους, ίσως και γι αυτό είναι τόσο σπασμωδικά και ασταθή. Και αν αυτό ισχύει, τότε είναι μεγάλη γενναιότητα από μέρους τους ότι δέχονται να γεννηθούν και πρόθυμα θυσιάζονται προκειμένου να σκληραγωγηθεί ο χαϊδεμένος ψυχισμός μας.

Λέτε κάπου: «Πάλι μνήμη, πάλι λήθη. Διαρκώς τις ίδιες λέξεις χρησιμοποιώ». Και στο πολύ ωραίο ποίημά σας «Το γνήσιο», για τις ανεπούλωτες πληγές, λέτε «επιφανειακά ξεχνάς». Υπάρχει τρόπος να νικηθεί η τραυματική μνήμη;
Νομίζω ότι μόνον ένας τρόπος και άκρως εξευτελιστικός υπάρχει. Η άνοια. Αλλά και πού ξέρω αν η άνοια δεν είναι απλώς μια μυστικοπαθής μνήμη κι ότι στη μόνη που εμπιστεύεται τη φύλαξη των βιωμάτων της δεν είναι η λήθη;

Στην επιστήμη της Ιστορίας τα τελευταία χρόνια γίνεται πολύς λόγος για τη μνήμη. Συχνά, δηλαδή, περισσότερο από το τι έγινε μας ενδιαφέρει το τι θυμόμαστε ότι έγινε. Κατασκευάζουμε τραύματα και εμείς οι ίδιοι;
Θυμάμαι σημαίνει ως επί το πλείστον αναγκάζω κάτι που δεν συμβαίνει πια να παραστήσει ότι συμβαίνει, με τη συμπαράσταση βέβαια της νοσταλγίας που είναι η πλέον επώδυνη απόλαυση. Αλλά τη θέλουμε. Είναι η πρώτη ύλη για να δημιουργούμε άθελά μας νέα τραύματα, σαν από αυτά να αντλεί ο βασανισμός μας αντισώματα προστατευτικά της αντοχής του.


Μιλάτε υπονομευτικά για την πείρα, δηλώνοντας ότι δεν πρέπει κανείς να την εμπιστεύεται, αλλά και για την παντογνωσία που πάντα θα εξευτελίζεται από το Άγνωστο και θα πρέπει να «σκίζει τη φήμη της». Ποια είναι η θέση που έχει για σας στη ζωή η γνώση, αλλά και η νεανική ορμή;
Προσπαθώ να είμαι ο ειρηνοποιός στον ασίγαστο πόλεμο μεταξύ γνώσης και νεανικής ορμής. Δεν τα καταφέρνω όμως. Και με βρίσκω πάντα στο στρατόπεδο της νεανικής ορμής, ως εθελόντρια ανακούφισης των τραυμάτων της.

Την όμορφη πλευρά της ζωής την περιγράφετε με δύο λέξεις: όνειρα και έρωτας (με αυτή τη σειρά). Εννοείτε ίσως ότι και ο έρωτας είναι υποκατηγορία του ονείρου; Και η μόνη άρα πραγματικότητα είναι αυτή που δεν ζούμε;
Όχι ακριβώς έτσι. Μάλλον το όνειρο είναι υποκατηγορία του έρωτα. Και ναι, η μόνη μαγευτική, γενναιόδωρη, ποθητή πραγματικότητα είναι αυτή που δεν ζούμε. Και από τούτη τη δική σας διατύπωση μαντεύω ότι είστε συν τοις άλλοις και ποιητής.

Η Ελλάδα, σταυροδρόμι, όπως λέγεται, Ανατολής και Δύσης, επέλεξε πολιτικά, με ισχυρά λογικά επιχειρήματα, το περίφημο «ανήκομεν εις την Δύσιν». Είναι, πιστεύετε, και η ψυχή της εκεί;
Απλώς υποπτεύομαι ότι πηγαινοέρχεται.

Η σημερινή Ευρώπη τι συναισθήματα σάς προκαλεί; Ασφάλειας, εμπιστοσύνης ή, αντίθετα, ανησυχίας και φόβου;
Απειλής και συγχρόνως ονείρου καθησυχαστικού.

Ένα από τα ζητήματα που κάνουν τα θεμέλιά της να τρίζουν είναι το Προσφυγικό. Πώς επεξεργάζεστε μέσα σας αυτή την πραγματικότητα των γεμάτων με πρόσφυγες καρυδότσουφλων που έζησε πρόσφατα και ζει ακόμη η Ελλάδα στο Αιγαίο;
Είναι τόσο τραγικό το θέμα, που αλίμονο αν το πιάσουν στο στόμα τους τα μεγάλα λόγια και τα αισθήματα συμπόνιας. Δεν έχω την ικανότητα να αιτιολογήσω τέτοιο κατατρεγμό που υπερβαίνει τα ανθρώπινα, όσο κι αν και η Ελλάδα βρέθηκε στο παρελθόν σε παρόμοια οδυνηρή μετακίνηση.

Σε άλλους αιώνες, την πρωτοκαθεδρία του λόγου την είχε η ποίηση – και το θέατρο, βέβαια. Σήμερα φαίνεται να την έχει η πεζογραφία. Πώς το ερμηνεύετε αυτό και πώς αισθάνεστε τη θέση σας στον κόσμο των Γραμμάτων;
Ίσως η πεζογραφία δίνει περισσότερο χώρο στη γλώσσα να επεκταθεί απ όσο η ποίηση, όπου εκεί η γραφή είναι φυλακισμένη σε κάποιους κανόνες, όσο κι αν έγιναν ελαστικότεροι για χάρη των νέων καιρών, διευκολύνοντας ή παραπλανώντας το αποτέλεσμα. Όσο για μένα ― ειλικρινά απαντώ ― είμαι τόσο ανασφαλής που δεν οραματίζομαι καμιά «θέση» στα Γράμματα, όσο κι αν την επιθυμώ ως φθαρτός άνθρωπος που είμαι.

Η γενιά του 30 που έβγαλε και δύο Νομπέλ έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις στο συλλογικό υποσυνείδητο, θα βαστήξει, πιστεύετε, η μυθολογία της στον χρόνο;
Δεν ξέρω αν ο χρόνος θα έχει την ανωτερότητα να συντηρεί το δίκαιο γόητρο του Νομπέλ, το οποίον θα έπρεπε να έχει πάρει πρώτος ο ίδιος ο χρόνος για την ασίγαστη δημιουργικότητά του σε θαύματα.

Και μια και ο λόγος στα Νομπέλ: πώς σας φάνηκε η απονομή του φέτος στον Μπομπ Ντίλαν;
Μου προκάλεσε ένα ξάφνιασμα. Αλλά δεν θέλω να το σχολιάσω περισσότερο.

Αισθάνεστε να έχετε αντλήσει από κάποιες ποιητικές πηγές περισσότερο από άλλες; Υπάρχει μια γραμμή ποιητικού ύψους και περιεχομένου του παρελθόντος που πιστεύετε ότι ανιχνεύεται στην ποίηση σας; Ποιους παλαιότερους ποιητές νιώθετε αδελφούς;
Για να έχω το θράσος να αισθανθώ αδελφούς κάποιους ποιητές θα έπρεπε να ξέρω αν και εκείνοι με αναγνωρίζουν ως αδελφή τους. Αλλά έχουν άραγε τόσο στενές συγγένειες οι αξίες; Συμφέρουν την τέχνη οι ομοιότητες; Όσο για τις επιρροές, ναι, υφίστανται αναπόφευκτα, αλλά δρουν και επηρεάζουν όταν νυχτώνουν οι ιδιοσυγκρασίες και αισθάνονται μόνες και αβοήθητες.




Πηγή: Τα Νέα, Βιβλιοδρόμιο, Σάββατο 22 Οκτωβρίου


Δείτε το βιβλίο εδώ


© 2024 PROSPERUS Με επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.
  ^