#Bookblog

Οι Σκοτεινές Κεράτινες Πύλες της αιωνιότητας και «Η κόλαση» του Ανρί Μπαρμπίς

«Η Κόλαση» (L’ Enfer) γράφτηκε από τον  Ανρί Μπαρμπίς (Henri Barbusse) το 1908, κι είναι μυθιστόρημα, ουσιαστικά ένα χαρακτηριστικό ξεδίπλωμα της  όλης φιλοσοφίας του  σολιψισμού, ο οποίος εικάζει  ότι ο εξωτερικός κόσμος και τα μυαλά των άλλων ανθρώπων δεν μπορεί ποτέ να είναι γνωστό ότι υπάρχουν πραγματικά. Η αφήγηση ακολουθεί έναν ανώνυμο άνδρα ο οποίος μέσω μιας    τρύπας στο δωμάτιό του κερδίζει τη θέα προς τον έξω προς αυτόν  κόσμο και γίνεται μάρτυρας όλου του εύρους της ανθρώπινης εμπειρίας και της συγκίνησης, όπως της αγάπης, του θανάτου, της μοιχείας, και ακόμα της γέννησης και εξετάζει παράλληλα τις φιλοσοφικές προεκτάσεις όλων αυτών που βλέπει. Όταν εμφανίστηκε στη δημοσιότητα για πρώτη φορά, ‘Η Κόλαση’ θεωρήθηκε από ορισμένους ως ένα συγκλονιστικό έργο απόλυτης ηδονοβλεψίας, ενώ στην  είναι πραγματικότητα πρόκειται περί μιας βαθιάς εξέτασης της συνολικής φιλοσοφίας του σολιψισμού.

Γιος Γάλλου πατέρα και  Αγγλίδας μητέρας, ο Ανρί Μπαρμπίς   γεννήθηκε στη Γαλλία το 1873. ‘Η Κόλαση’ εκδόθηκε το 1908. Ωστόσο, τόσο ο συγγραφέας όσο και το συγκεκριμένο έργο συνέχισαν να παραμένουν  σε σχετική αφάνεια, μέχρις ότου υπηρετήσει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και γράψει το ‘Στη φωτιά’, το 1916, ένα βιβλίο δραματικό και μια συγκλονιστική αποκάλυψη για πολλούς. Το αποτέλεσμα ήταν το αναδρομικό ενδιαφέρον για τον συγγραφέα Μπαρμπίς και τα προηγούμενα βιβλία του που τον έφεραν κάτω από την προσοχή της  διανόησης. Ο Μπαρμπίς στη συνέχεια στράφηκε προς τη Ρωσία για   περαιτέρω έμπνευση, πήγε εκεί το Ιανουάριο του 1918, παντρεύτηκε, κι ύστερα επέστρεψε στη Γαλλία. Ένα από τα βασικά του κίνητρα ήταν η πίστη στην μπολσεβίκικη επανάσταση και των σημαντικών πολιτικών, ιστορικών και κοινωνικών τεκταινομένων εκεί. Η πίστη του στον κομμουνισμό ήταν  μάλλον  ολική, αλλά  άκριτη. Φαίνεται πως δεν είχε κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα να αφιερώσει ένα βιβλίο στον Τρότσκι, και στη συνέχεια να τον καταγγείλει ως προδότη, όταν έπεσε σε δυσμένεια. Ο κομμουνισμός όμως επηρέασε όλο  το μετέπειτα έργο του. Πέθανε στη Γαλλία το 1935.

Σε πολλούς άρεσε η ιδέα του ηδονοβλεψία και ότι ήταν μια σειρά από ιστορίες με ηθική και φιλοσοφική χροιά. Το  βιβλίο περιέχει πολλές εντυπωσιακές και για τα χρονικά δεδομένα του 1908, μοναδικές  σκέψεις. Παρατηρεί, αλλά προσπαθεί να μην κρίνει. Ως νέος σχετικά συγγραφέας δεν μπόρεσε να αντισταθεί στη συσσώρευση μάλλον ανεξέλεγκτης ποσότητας φιλοσοφίας μέσα στο λογοτεχνικό κατά τα άλλα κείμενο. Η ισορροπία ήταν λανθασμένη! Ο θάνατος είναι χειρότερος από τα βάσανα, λέει κάποια στιγμή. Το βασικό ερώτημα όμως είναι, αν ο αφηγητής του βιβλίου είναι ο ίδιος ο Μπαρμπίς, ή μήπως  μια αντανάκλαση του συγγραφέα; Κι ακόμα γιατί όχι μια ενδιάμεση κατάσταση;

Σίγουρα ο Μπαρμπίς δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τους χαρακτήρες που δημιουργεί. Τα γεγονότα του μυθιστορήματος μπορεί να έχουν τη μορφή της ζωής που παρατηρείται κρυφά, αλλά το βιβλίο είναι εξαιρετικά εσωστρεφές. Ο αφηγητής πιστεύει ότι  είχε εισέλθει στο ‘βασίλειο της αλήθειας’. Το μυθιστόρημα αρχίζει με τον αφηγητή να φαίνεται ευχαριστημένος και να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τη ζωή. Στο τέλος φαίνεται μειωμένος, κι όχι εμπλουτισμένος. Κι ακόμα πικραμένος. Ο Μπαρμπίς εισάγει αργά το χαρακτήρα του Villiers, ενός  επιτυχημένου συγγραφέα, χωρίς νέες ιδέες, αλλά με ακολουθία   θαυμαστών. Η  πένα είναι ισχυρότερη από τη μουσική, μας εκμυστηρεύεται.

Εκτιμούμε μερικές από τις προτάσεις του ποιητή. Η ευτυχία μπορεί να γεννηθεί από τη δυστυχία.  Πρέπει να παραδεχθούμε ότι μαζί με το φως πρέπει να υπάρχει και σκιά. Τα δάκρυα δεν είναι λόγια, και ότι γιατί θα πρέπει κάποιος να εξηγήσει γιατί κλαίει. Η προσπάθεια να μεταφέρει ορισμένες πτυχές του νοήματος της ζωής ήταν αναμφισβήτητα ένας ευγενικός στόχος του συγγραφέα.

Είναι ενδιαφέρον να δούμε τον Μπαρμπίς απέναντι  στον εθνικισμό και την έννοια του έθνους-κράτους στην ‘Κόλαση’.

Ως ένα βιβλίο, που διαβάζεται, παρατηρείται και κρίνεται  έναν αιώνα μετά από τη στιγμή που γράφτηκε, περιφέρεται εδώ κι εκεί και μιλάει ή μάλλον γράφει ασυνάρτητα. Ο συγγραφέας είναι πολύ στομφώδης, με τόσα πολλά πράγματα και έννοιες που αφορούν   τον Θεό, τον θάνατο, τον παράδεισο και τόσα άλλα.  Έχουμε μια συζήτηση μεταξύ των δύο γιατρών για τη φρίκη του πολέμου, κι ο  πιο ηλικιωμένος λέει, ’Ας ελπίσουμε ότι κάποια μέρα θα βγούμε από αυτή την ατελείωτη εποχή της σφαγής και της δυστυχίας’. Προφανώς αναφέρονται στο Γαλλο-πρωσικό πόλεμο.  Αν και ο  πόλεμος δεν είναι καλός για τους στρατιώτες της πρώτης γραμμής, ο συγγραφέας, έξι χρόνια αργότερα, εργάστηκε εθελοντικά για μια τελείως διαφορετική και απείρως χειρότερη εμπειρία. Η γένεση του βιβλίου πρέπει να έχει τεθεί και να οριοθετείται στην Μπελ Επόκ, δηλαδή από το 1871 έως την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Σήμερα πολλοί διατείνονται ότι σε κάποιους γνωστούς  καταλόγους των μεγάλων Γάλλων συγγραφέων πρέπει να προστεθεί και το όνομα του δημοσιογράφου του εικοστού αιώνα, διηγηματογράφου, μυθιστοριογράφου, βιογράφου και δοκιμιογράφου,  Ανρί Μπαρμπίς (Henri Barbusse, 1873 – 1935). Ίσως σε αυτό να συνετέλεσε τα μέγιστα το πολεμικό του μυθιστόρημα ‘Φωτιά’ (Le feu), με το οποίο οι περισσότεροι γνώρισαν τον εν λόγω συγγραφέα. Το  ‘Le feu’, που αρχικά δημοσιεύθηκε στα γαλλικά το 1916 και, στη συνέχεια, στην αγγλική γλώσσα με τίτλο ‘Under Fire’ το 1917, έβγαλε στην επιφάνεια  από   πρώτο χέρι εμπειρία του Μπαρμπίς  στον Πρώτο  Παγκόσμιο Πόλεμο. Αφού προσχώρησε στις τάξεις του γαλλικού στρατού εμφορούμενος σαφώς από ανιδιοτελές πατριωτικό πνεύμα και γεμάτος ηθική θέρμη στην ψυχή του, ο Ανρί Μπαρμπίς υπέστη ένα ισχυρό σοκ, βίωσε μια τρομερή αίσθηση  απογοήτευσης στο φρικτό πρόσωπο του μεγάλου παγκόσμιου πολέμου,  μια  αποκαλυπτική φρίκη που θα τον οδηγήσει να εξελιχτεί σε έναν από τους πιο ειλικρινείς ειρηνιστές της Γαλλίας στη μεταπολεμική περίοδο. Στο μυθιστόρημα ‘Φωτιά-Το ημερολόγιο ενός ουλαμού’ (Le feu-Journal d’une escouade, ή Under Fire για την αγγλική γλώσσα), περιγράφει τα βίαια και βρώμικα διλήμματα ενός  συνηθισμένου  καθημερινού στρατιώτη τα οποία  κανένας πριν αυτόν δεν είχε! Στα τέλη της δεκαετίας του 1910 και στις αρχές της δεκαετίας του 1920, το μυθιστόρημα γενικά θεωρείτο ως η μεγαλύτερη και πιο συγκλονιστική ευρωπαϊκή αφήγηση  του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, και ήταν σίγουρα το πιο δημοφιλές σχετικό κείμενο, μέχρι τη δημοσίευση βεβαίως του ‘Ουδέν νεώτερο από το δυτικό μέτωπο’ του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, το 1929, οπότε πολλά πράγματα άλλαξαν στην κατάταξη και στα ενδιαφέροντα.

Οι σύγχρονοι σχολιαστές πάντως επλήγησαν από τη φοβερή αλήθεια της ‘Φωτιάς’. Ένας άλλος κριτικός βρήκε στο μυθιστόρημα ένα ισχυρό κατηγορητήριο του σύγχρονου πολέμου, ένα ζοφερό βιβλίο  εκδίκησης. Δεν ήταν όμως μόνο η λογοτεχνική δημιουργία ενός  ευρωπαϊκού κοινού που διάβασε το βιβλίο. Επιστρέφοντας τώρα στην Κόλαση (L’ Enfer, 1908), του Ανρί Μπαρμπίς, δεν παραβλέπουμε ότι η αγγλική της μετάφραση, συνοδευόταν από την επεξηγηματική  φράση, ‘συγγραφέα του Under Fire’,  και με  εισαγωγή από τον Edward J. O’ Brien. Οι εισαγωγικές παρατηρήσεις του O’ Brien περιλαμβάνουν την ακόλουθη τοποθέτηση, ‘Η Κόλαση έχει διαβαστεί και συζητηθεί στη  Γαλλία περισσότερο από κάθε άλλο   ρεαλιστικό διήγημα από την εποχή του Ζολά. Μόνο το 1917, οι πωλήσεις του στη Γαλλία ξεπέρασαν τα εκατό χιλιάδες αντίτυπα. Η απάντηση στο ερώτημα γιατί το βιβλίο αυτό είναι τόσο δημοφιλές, βρίσκεται στο φιλοσοφικό περιεχόμενό του και στην ιστορία που διηγείται…’.

Το μυθιστόρημα του Μπαρμπίς ξεκινά με έναν τριαντάχρονο ανώνυμο αφηγητή μόνο σε ένα δωμάτιο που μόλις νοίκιασε σε μια πανσιόν σε Παρίσι. ‘Ανεβαίνω στο κρεβάτι μου, σηκώνομαι στα νύχια και με τα χέρια στηριγμένα στον τοίχο, φέρνω το πρόσωπό μου κοντά στην τρύπα. Ένα πηχάκι έχει σαπίσει, δύο τούβλα έχουν αραιώσει και ένα άνοιγμα πλατύ σαν το χέρι μου, παρουσιάζεται στα μάτια μου, η διπλανή κάμαρα προσφέρεται γυμνή στα μάτια μου… όσοι   μπαίνουν εκεί θα είναι, χωρίς να το ξέρουν μαζί μου. Θα τους βλέπω, θα τους ακούω, θα βρίσκομαι κοντά  τους, σαν να μην μας χώριζε η κλειστή μεσόπορτα…’.

Ο ερχομός του από την επαρχία στο Παρίσι σηματοδοτεί μια σημαντική στιγμή στη ζωή του. Βρήκε μια θέση σε τράπεζα και οι μέρες του ελπίζει ν’ αλλάξουν.  Δεν παντρεύτηκε ποτέ, μας εξομολογείται, ούτε έχει παιδιά και ούτε κατά πάσα πιθανότητα θα κάνει. Νωρίς στο μυθιστόρημα του Μπαρμπίς, ο αφηγητής του,  αναζητούσε την τάξη πάνω από ορισμένες σημειώσεις μετά από μια κουραστική μέρα  ταξιδιού, όταν,   ‘… ακούω ένα σιγανό τραγούδι, σαν μουρμούρισμα, πολύ κοντά στο αυτί μου…’. Η παρατήρηση της άλλης κάμαρης γίνεται σταδιακά εμμονή. Ο αφηγητής δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από εκείνο το διπλανό δωμάτιο με τους όποιους οπτικούς περιορισμούς.  Για ένα χρονικό διάστημα αρκετών εβδομάδων, ο αφηγητής  παρατηρεί μια σειρά από διαφορετικά άτομα και ζευγάρια στο διπλανό δωμάτιο. Μια καμαριέρα του ξενοδοχείου που διαβάζει και  φιλάει μια επιστολή, προφανώς από τον εραστή της,  ένα  αγόρι και ένα κορίτσι στην εφηβεία που έχουν ανακαλύψει τη συγκίνηση της πρώτης αγάπης και εισχωρούν κρυφά στο δωμάτιο για να είναι μαζί και μακρυά από τους άλλους, μια απογοητευμένη νεαρή γυναίκα παγιδευμένη σε ένα άδειο και μονότονο γάμο, η οποία έχει διαφύγει εκεί με τον εραστή της και μια άλλη γυναίκα, έγκυος, που βρίσκεται εκεί με τον βαριά άρρωστο σύζυγό της. Ενώ υπάρχει αναμφίβολα ένα  ηδονοβλεπτικό στοιχείο στο βιβλίο, το πραγματικό ενδιαφέρον του Μπαρμπίς  βρίσκεται όχι στα περιγραφόμενα από τον  αφηγητή, αλλά μάλλον αναζητάει  την ευκαιρία να παρατηρήσει  τις αλήθειες πίσω από τις ζωές εκείνων που μπαίνουν και βγαίνουν στο δωμάτιο. Εκείνη η ασήμαντη χειρονομία της υπηρέτριας, αυτό το απλό φιλί στο χαρτί, αυτή η κίνηση, θαμμένη σε μια κάμαρα, ‘αυτή η γυμνωμένη και κουρελιασμένη απ’ το μισόφωτο κίνηση, έχει κάτι το μεγαλειώδες και τρομακτικό’.

Συνειδητοποιώντας τις ουσιαστικές διαφορές μεταξύ της νεαρής παντρεμένης γυναίκας και του εραστή της, παρατηρεί, ‘… Και ξαφνικά τα πέπλα ξεσκίστηκαν,  μπροστά  από τα μάτια μου, και η αλήθεια γυμνώθηκε μπροστά μου. Είδα πως ανάμεσα σε αυτά τα δύο πλάσματα, υπήρχε μια τεράστια διαφορά και μια απέραντη δυσαρμονία, επιβλητική σε βάθος, μα τόσο συγκινητική που η καρδιά μου έλιωσε…’.  Οι χαρακτήρες του Μπαρμπίς όλοι υποφέρουν μέσα σε μια κόλαση ενός σύγχρονου   Δάντη Αλιγκέρι, μέσα σε   έναν κόσμο χωρίς Θεό. Είναι οδυνηρά αποξενωμένοι ο ένας από τον άλλο, τόσο απελπισμένοι που προσκολλώνται στην ψεύτικη ελπίδα ότι η σχέση αγάπης μπορεί να τους απελευθερώσει από τη μοναξιά τους, και είναι συγκλονισμένοι από την τρομερή συνειδητοποίηση του πεπερασμένου  βίου τους.

 

Μια έστω κι επιπόλαιη ανάγνωση του βιβλίου,  είναι βέβαιο ότι θα μας δώσει  πρόσθετη τροφή για σκέψη. Προς το τέλος της ‘Κόλασης’, ο αφηγητής μας επιφυλάσσει μια έκπληξη. Μας φέρνει στο προσκήνιο ένα πασίγνωστο συγγραφέα, τον Πιέρ Βιλλιέρ. Το θέμα του καινούργιου του βιβλίου, όταν τον ρωτούν οι θαυμαστές του τι άλλο παρά ‘… κάτι που θα διασκεδάσει τους αναγνώστες μου. Ένας άνθρωπος ανοίγει μια τρύπα στον τοίχο μιας κάμαρας ξενοδοχείου και κοιτάζει τι συμβαίνει στο πλαϊνό δωμάτιο…’. Κι όλο αυτό να ακούγεται σαν εμπαιγμός και  ειρωνεία για τον αναγνώστη του βιβλίου.

Αρχικά έκπληκτος από τη σύμπτωση μεταξύ των εμπειριών που είχε πράγματι   τον τελευταίο μήνα και του σεναρίου που περιγράφει ο συγγραφέας Πιέρ Βιλλιέρ, ο αφηγητής του Μπαρμπίς  είναι  εξοργισμένος από την ευστροφία με την οποία ο δημοφιλής συγγραφέας περιγράφει αυτό που εκείνος έχει γράψει μέχρι στιγμής. ‘Αφηγήθηκε το βιβλίο που είχε γράψει. Με αξιοθαύμαστη τέχνη σε λέξεις, κινήσεις και ηθοποιία, … έφερε μπροστά στα μάτια των συνομιλητών του μια σειρά απρόοπτες, ζωηρές και διασκεδαστικές σκηνές…’.  Μέχρι το τέλος της συζήτησης συνεχίζεται η παρωδία της αλήθειας. Ευτυχώς είμαι συγγραφέας, και όχι στοχαστής,  αναφωνεί ο Πιέρ Βιλλιέρ.

Ο αφηγητής του μυθιστορήματος, είναι αφιερωμένος σε ένα ιδανικό, μια αλήθεια. Οι παρατηρήσεις του μέσα από το ματάκι  του τοίχου   του δίνουν     στοιχεία για το τι είναι πραγματικό, το τραγικό δίλημμα της ανθρώπινης κατάστασης, η οποία αψηφά σχεδόν κάθε έκφραση. Ο εραστής-ποιητής περιγράφει τη βαθιά σημασία της συνάντησής του με την απλή γυναίκα στο δρόμο, η οποία τον πλημμύρισε κυριολεκτικά. Βρισκόταν σε έναν άλλο κόσμο τώρα. Εκεί όπου όλα όσα βλέπουμε είναι αλήθεια, και όλα όσα μας λένε αξέχαστα! Έχω τέτοιο σεβασμό για την πραγματική αλήθεια, μας λέει ο αφηγητής, ώστε  υπάρχουν στιγμές που δεν τολμώ να πω τα πράγματα με το όνομά τους.

Κι αν ισχύει αυτό, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του βιβλίου, το ίδιο δεν συμβαίνει για αρκετές από τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του νεαρού τότε συγγραφέα, που θα μπορούσαμε να κατατάξουμε στα προσωπικά του αποφθέγματα και οι οποίες βρίσκονται σκόρπιες στο κείμενο του μυθιστορήματος, ανάμεσα στα λόγια των προσώπων που παρατηρεί και κρυφακούει και φυσικά στα σχόλια του αφηγητή που εμφιλοχωρούν στις  σκηνές του δωματίου.  Κι όταν μια γυναίκα έκανε πάλι την άλυτη ζωντανή ερώτηση, ‘τι θα είμαστε’, εκείνος πάλι της εξηγεί τι δεν θα είναι! ‘…Δεν θα είμαστε πια τα κουρέλια μας, οι σάρκες, οι λυγμοί μας… και βυθίζεται στη σκιά για να την απαρνηθεί’.  Κι όταν εκείνη φωνάζει ξανά, τι θα είμαστε, εκείνος απαντά, ‘… δεν υπάρχει σκιά, χωρισμός, τρόμος, αμφιβολία. Δεν υπάρχει πια παρελθόν, μέλλον, πόθος. Ο πόθος είναι φτωχός αφού δεν θα έχει πια ελπίδα’!


Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη // fractalart






© 2024 PROSPERUS Με επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.
  ^