#Bookblog

07.10.2016
Bookcase

Ταξί (Διήγημα)
Ταξί (Διήγημα)

Από την πρώτη στιγμή που μπήκαμε σ’ αυτό το ταξί, είχα ένα κακό προαίσθημα. Και δεν ήταν επειδή ο ταξιτζής μού ζήτησε όλο ανυπομονησία να δέσω τη ζώνη ασφαλείας του παιδιού στο πίσω κάθισμα, τη στιγμή που το είχα ήδη κάνει, ούτε επειδή μούγκρισε κάτι που ακούστηκε σαν βρισιά όταν του είπα ότι πάμε στο Ραμάτ Γκαν. Παίρνω πολύ συχνά ταξί, οπότε έχω συνηθίσει τους παλιοχαρακτήρες, τη ζοχάδα, την ανυπομονησία, τους λεκέδες από ιδρώτα στις μασχάλες. Αλλά υπήρχε κάτι στον τρόπο που μιλούσε αυτός ο συγκεκριμένος ταρίφας, κάτι μεταξύ του να ξεσπάσει βίαια και ταυτόχρονα να βάλει τα κλάματα, που με έκανε να νιώθω περίεργα. Ο Λεβ δεν είχε κλείσει ακόμα τα τέσσερα, και πηγαίναμε στο σπίτι της γιαγιάς. Σε αντίθεση μ’ εμένα, δεν του καιγόταν καρφάκι για τον ταρίφα και εστίαζε την προσοχή του στα ψηλά, απαίσια κτίρια, που δεν έπαυαν να του χαμογελούν σε όλο το μήκος του δρόμου. Σιγοτραγουδούσε το Yellow submarine, με λόγια που έβγαζε απ’ το μυαλό του και ακούγονταν σχεδόν σαν αγγλικά, κουνώντας στον αέρα τα κοντά ποδαράκια του με το ρυθμό. Σε κάποια φάση, το δεξί του πέδιλο χτύπησε το πλαστικό σταχτοδοχείο του ταξί, ρίχνοντάς το στο δάπεδο. Εκτός από ένα περιτύλιγμα τσίχλας, ήταν άδειο, όποτε δεν χύθηκε τίποτα. Είχα ήδη σκύψει να το μαζέψω, όταν ο ταξιτζής φρενάρισε απότομα, γύρισε προς το μέρος μας και, με τη μουτσούνα του κολλημένη στο πρόσωπο του τρίχρονου γιου μου, άρχισε να φωνάζει: «Ρε παλιόπαιδο! Μου ’σπασες το αμάξι, βλαμμένο, ε βλαμμένο!»

«Έι, είσαι με τα καλά σου;» φώναξα με τη σειρά μου στον οδηγό. «Να βάζεις τις φωνές σε ένα τρίχρονο μόνο και μόνο για ένα κομμάτι πλαστικό; Πιάσε το τιμόνι σου και ξεκίνα, αλλιώς, σου ορκίζομαι, την επόμενη εβδομάδα θα περιποιείσαι πτώματα στο νεκροτομείο του Αμπού Καμπίρ, γιατί το δίπλωμά σου θα έχει πάει περίπατο, κατάλαβες;» Βλέποντάς τον στο τσακ να πει κάτι, πρόσθεσα: «Σκάσε και οδήγα».

Ο ταρίφας μού έριξε ένα βλέμμα όλο μίσος. Η πιθανότητα να μου σπάσει τα μούτρα και να χάσει τη δουλειά του πλανιόταν στον αέρα. Την εξέτασε σοβαρά για κάμποση ώρα, πήρε βαθιά ανάσα, γύρισε στο τιμόνι, έβαλε πρώτη και ξαναξεκίνησε.

Στο ραδιόφωνο, ο Μπόμπι ΜακΦέριν τραγουδούσε το Don’t worry, be happy, αλλά εγώ απείχα πολύ από το να είμαι ευτυχισμένος. Έριξα μια ματιά στον Λεβ. Δεν έκλαιγε, και παρόλο που είχαμε κολλήσει στην κίνηση και πηγαίναμε σαν χελώνες, όπου να ’ναι θα φτάναμε στων γονιών μου. Προσπάθησα να βρω μια ακτίνα φωτός που θα έκανε λίγο πιο ευχάριστη αυτή τη διαδρομή σκέτη κρεμάλα, αλλά δεν βρήκα τίποτα. Χαμογέλασα στον Λεβ και του ανακάτεψα τα μαλλιά. Με κοίταξε έντονα χωρίς να μου ανταποδώσει το χαμόγελο. «Μπαμπάκα», ρώτησε, «τι είπε ο κύριος;»

«Ο κύριος», βιάστηκα να απαντήσω σαν να μην έτρεχε τίποτα, «είπε ότι όταν είμαστε μέσα σε ένα ταξί, πρέπει να προσέχουμε πώς κουνάμε τα πόδια μας για να μη σπάσουμε τίποτα».

Ο Λεβ κούνησε με σοβαρότητα το κεφάλι, κοίταξε από το παράθυρο και ένα δευτερόλεπτο αργότερα ξαναρώτησε: «Κι εσύ τι του είπες του κυρίου;»

«Εγώ;» ρώτησα για να κερδίσω χρόνο. «Εγώ είπα στον κύριο ότι είχε απόλυτο δίκιο, αλλά ότι θα έπρεπε να πει ό,τι είχε να πει ήρεμα και ευγενικά κι όχι να φωνάζει».

«Αλλά κι εσύ του φώναξες», παρατήρησε ο Λεβ μπερδεμένος.

«Το ξέρω», είπα, «και δεν ήταν σωστό. Και μάλιστα, ξέρεις κάτι; Τώρα θα πω στον οδηγό ότι μετάνιωσα και θα του ζητήσω συγγνώμη».

Έσκυψα μπροστά τόσο, ώστε το στόμα μου άγγιζε σχεδόν τον χοντρό, μαλλιαρό σβέρκο του ταρίφα, και είπα δυνατά, σχεδόν σαν να απήγγελλα: «Κύριε οδηγέ, σας ζητώ συγγνώμη που σας φώναξα, λυπάμαι, δεν ήταν σωστό». Όταν τέλειωσα, γύρισα στον Λεβ και του ξαναχαμογέλασα ή, τουλάχιστον, προσπάθησα να χαμογελάσω. Κοίταξα από το παράθυρο· μόλις είχαμε ξεφύγει από το μποτιλιάρισμα στην οδό Ζαμποτίνσκι· το πιο δύσκολο ήταν πια πίσω μας.

«Όμως, μπαμπά», συνέχισε ο Λεβ βάζοντας το χεράκι του πάνω στο γόνατό μου, «τώρα ο κύριος πρέπει να ζητήσει κι από μένα συγγνώμη και να μου πει ότι μετάνιωσε».

Κοίταξα τον ταξιτζή μπροστά μας, ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Ήταν φανερό ότι άκουγε όλα όσα λέγαμε. Αλλά ήταν ακόμα πιο φανερό ότι το να του ζητήσεις να πει συγγνώμη σε ένα τρίχρονο πιτσιρίκι δεν ήταν και η καλύτερη ιδέα. Δεν χρειαζόταν να παρατραβήξω το σχοινί. «Γλυκέ μου», είπα σκύβοντας πάνω από τον Λεβ, «είσαι ένα πανέξυπνο αγοράκι και ξέρεις ήδη ένα σωρό πράγματα για τον κόσμο, αλλά δεν τα ξέρεις όλα. Και ένα από τα πράγματα που δεν ξέρεις ακόμα είναι ότι το να πει κάποιος πως μετάνιωσε και να ζητήσει συγγνώμη είναι ίσως από τα πιο δύσκολα πράγματα. Και άμα αυτός ο κάποιος κάνει κάτι τόσο δύσκολο ενώ οδηγάει μπορεί να είναι πολύ, πάρα πολύ επικίνδυνο. Γιατί, την ώρα που προσπαθεί να πει συγγνώμη, μπορεί να του συμβεί κανένα ατύχημα. Αλλά, ξέρεις κάτι; Δεν νομίζω πως χρειάζεται να ζητήσουμε από τον οδηγό να πει ότι μετάνιωσε, γιατί και μόνο που τον βλέπω, μπορώ να πω ότι λυπάται για ό,τι έκανε».

Είχαμε ήδη μπει στην οδό Μπιάλικ – έμενε μόνο να στρίψουμε δεξιά στη Νόρνταου κι έπειτα αριστερά στην Αλέα Μπε’έρ. Σε ένα λεπτό το πολύ, θα φτάναμε. «Μα, μπαμπάκα», είπε ο Λεβ σουφρώνοντας τα μάτια, «εγώ δεν βλέπω να λυπάται». Εκείνη τη στιγμή, στη μέση της ανηφόρας στη Νόρνταου, ο ταξιτζής φρενάρισε ξανά και σήκωσε χειρόφρενο. Γύρισε πίσω και κόλλησε το πρόσωπό του στο μουτράκι του γιου μου. Δεν είπε τίποτα, μόνο κοίταξε τον Λεβ μες στα μάτια, και μετά από μια ατέλειωτη στιγμή μουρμούρισε μέσα από τα δόντια: «Πίστεψέ με, μικρέ, μετάνιωσα, μετάνιωσα χίλιες φορές!»


 

Από το νέο βιβλίο του Έτγκαρ Κέρετ, Επτά χρόνια ευτυχίας, Εκδόσεις Καστανιώτη



© 2024 PROSPERUS Με επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.
  ^