#Bookblog

Ιωάννα Καρυστιάνη «Ψυχογράφησα έναν άνθρωπο και μια εποχή»

Η Ιωάννα Καρυστιάνη μιλάει στο «Βήμα» για το καινούργιο της μυθιστόρημα. Πρωταγωνιστής ένας αθόρυβος άνθρωπος, μηχανικός πυροσβεστικών αεροσκαφών, ο οποίος κατά τη σημαδιακή βραδιά του Πολυτεχνείου ακούει μια λέξη που καθορίζει την υπόλοιπη ζωή του. Η μνήμη στο μεταίχμιο ατομικής και συλλογικής ιστορίας.

Συνέντευξη στον Γρηγόρη Μπέκο


Η συγγραφέας, στις 8 του περασμένου Σεπτεμβρίου, έγινε 70 ετών. «Κωλόγρια, το λέω από μόνη μου, μην ενοχλείστε εσείς…» είπε και γέλασε με την καρδιά της. Ο αυτοσαρκασμός της είναι δηκτικός, αφοπλιστικός. Έχει επίσης μια τάση να είναι πολύ αυστηρή με τον εαυτό της, ιδίως με τα γραπτά της. Από την άλλη μεριά, έχει και κάμποση συναίσθηση για το επίπεδό τους, ασχέτως τι ισχυρίζεται η ίδια. Πάντως όταν κουβεντιάζεις μαζί της είναι απρόβλεπτη, δεν ξέρεις, καταπώς λέμε, πού θα κάτσει η μπίλια. Στον Λιονέλ Μέσι ή στην άμυνα του σύγχρονου ποδοσφαίρου; Στις γεωπολιτικές αναταράξεις του πλανήτη ή στην ιλιγγιώδη ψαλίδα μεταξύ ζάμπλουτων και πάμφτωχων; Σε μια ταινία που παρακολούθησε πρόσφατα ή απλώς σε ένα δέντρο που είδε στον δρόμο και της έκανε εντύπωση; Πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε το νέο της μυθιστόρημα, αναμφίβολα ένα από τα πιο μεστά και δυνατά της έργα μέχρι σήμερα, με τον πολύ χαρακτηριστικό τίτλο Ψιλά Γράμματα. Και θα αναρωτιέστε, σε τι, πού; Παντού! Στην καθημερινότητα, στις σχέσεις, στο παρελθόν, στην Ιστορία, στη μνήμη. Το «Βήμα» έσπευσε να συναντηθεί μαζί της για τα περαιτέρω. Πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ένας «τέλεια θλιμμένος άνθρωπος, ένας ολοκληρωμένος απελπισμένος», ο μεσήλικος Μιχάλης Τσιούλης, μηχανικός πυροσβεστικών αεροσκαφών με καταγωγή από το Αγρίνιο ο οποίος διάγει μια «φλατ ζωή». Λοιπόν, τι μπορεί να κρύβει μια τέτοια ζωή; Πολλά και ενδιαφέροντα «άυλα τιμαλφή», είναι η απάντηση. Πρόκειται ίσως για τον πιο τσεχοφικό χαρακτήρα που έπλασε ποτέ η Καρυστιάνη, ένα «μεγαλοστέλεχος της μοναξιάς», και δεν είναι τυχαίο ότι τον μοιράζεται τώρα με τους αναγνώστες, στην πιο ώριμη φάση της δημιουργίας της, με ένα ύφος εξόχως αποσταγματικό και ευφρόσυνα ελεγειακό. Ο Τσιούλης έχει αρκετή Καρυστιάνη μέσα του, αναπόφευκτα. Παράλληλα ωστόσο λειτουργεί και ως συμπύκνωση μιας τυπολογίας των ηρώων της ιδίας διαχρονικά. Μια λέξη είναι που σημαδεύει κυριολεκτικά τον Τσιούλη για δεκαετίες ολόκληρες, μια λέξη που την άκουσε αλλιώτικα από το στόμα μιας Πόπης τη βραδιά της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου, την 17η Νοεμβρίου του 1973, και ασφαλώς επρόκειτο για τη λέξη «ελευθερία, την πιο αθάνατη, ποια άλλη δηλαδή;». Από τότε και έπειτα ο Τσιούλης δεν σταμάτησε να αναζητά εκείνη την κοπέλα, να την αναζητά με μια δική του πίστη συγκινητική. Η Ιωάννα Καρυστιάνη έπλεξε σταυρωτά τα χέρια της, άφησε μιαν ανάσα και άρχισε να ανασυστήνει το υπόβαθρο μέσα από το οποίο αναδύθηκε ο Τσιούλης. «Οι άνθρωποι που δεν είναι πρωτοκλασάτοι, ούτε τα φανταχτερά ονοματεπώνυμα στις μαρκίζες της αγοράς, της μνήμης και της κοινωνίας, οι άνθρωποι που δεν έχουν πολλές εξαρτήσεις και πολλή καθοδήγηση, αυτοί που βρίσκονται στις πίσω πίσω σειρές ή στις παρυφές του ορίζοντα, όσοι δηλαδή θεωρούνται “ψιλά γράμματα” από τις ποικίλες αφ’ υψηλού εξουσίες, έχουν ένα πλατύ οπτικό πεδίο και περισσότερο χρόνο για να κόβουνε κίνηση, να παρατηρούν και να στοχάζονται πάνω σε ό,τι βλέπουν. Νομίζω ότι δεν πρέπει να τους προσπερνάμε βιαστικά με την πεποίθηση ότι δεν παίζουν κάποιον σημαντικό ρόλο. Έχω συναντήσει τέτοιους ανθρώπους, και στη ζωή και σε λογοτεχνικές σελίδες, και επειδή έχω πάρει μαθήματα από δαύτους στέκομαι κλαρίνο μπροστά τους. Και πολλές φορές ντρέπομαι, νιώθω λίγη και ψεύτικη απέναντι σε ανθρώπους ταπεινούς που δεν βλάπτουν κανέναν και δεν σφετερίζονται τίποτα και δεν διεκδικούν ατομικά μονοπώλια και κοντινά πλάνα. Πώς να το κάνουμε, δεν γίνεται να υπολογίζουμε μονάχα τις διάνοιες ή τους συγκλονιστικούς ήρωες, προσωπικά σέβομαι και τύπους σαν τον Μιχάλη Τσιούλη. Ας ρίξουμε το βλέμμα και προς τα κάτω, για να βγάλουμε πληρέστερο νόημα…» σχολίασε υπαινικτικά. Στο πρώτο της βιβλίο, στη συλλογή διηγημάτων Η κυρία Κατάκη (1995) και πιο συγκεκριμένα στην ιστορία «Ηχώ των αιθέρων», υπήρχε ήδη η σαγήνη των αεροπλάνων. «Ο Τσιούλης είναι ένας άνθρωπος που αρπάχτηκε από κάπου, που αγάπησε τους έλικες, εκεί ακούμπησε την καρδιά του και υπάρχουν λόγοι για αυτό. Στο μυθιστόρημα, εννοώ. Είναι στο αθόρυβο ο Τσιούλης αλλά και πολύ ευαίσθητος. Τα πενήντα τρία χρόνια της ζωής του δεν βγάζουν άχνα. Μου φαίνεται ότι έχουμε πλήρως παραιτηθεί και δεν παραδεχόμαστε ότι η ευαίσθητη ματιά των απλών ανθρώπων πάνω στα πράγματα είναι κρίσιμη για όλους μας. Τι να πω, ίσως έχουμε φτάσει πια στο σημείο να φοβόμαστε τα ίδια τα συναισθήματα. Ορισμένοι μάλιστα τα αποκαλούν και “αντιπαραγωγικά”, τρέχα γύρευε. Έγινε η τρυφερότητα “μελό” και η υπομονή “ντεμοντέ”. Ο Τσιούλης λοιπόν, μες στη μυστήρια μελαγχολία του, φτάνει σιγά σιγά σε μια συγκατάβαση. Ούτε πολλά λεφτά θέλει, ούτε πολλή χαρά, ούτε πολλή αγάπη. Το μόνο που θέλει είναι να νιώθει καλός άνθρωπος. Μας φαίνεται λίγο; Κι όμως, αυτό απαιτεί το περισσότερο σθένος! Και η προσπάθεια να συντριβεί το σθένος τέτοιων ανθρώπων είναι μορφή βίας. Από την άλλη μεριά, είναι άραγε ο Τσιούλης ένας “μέσος άνθρωπος”; Υποψιάζομαι ότι αναμασάμε αυτή την ταμπέλα για να ξεμπερδεύουμε στα γρήγορα. Κάθε άνθρωπος λογαριάζει τη ζωή σύμφωνα με πεπραγμένα πάντοτε ανολοκλήρωτα και σύμφωνα με τις αντοχές του. Κάθε άνθρωπος πασχίζει να βρει πώς θα την παλέψει. Κάθε άνθρωπος είναι πολλά μαζί, αντιφατικός και ξεχωριστός, κάθε άνθρωπος έχει τις ιδιαιτερότητές του, βαθιά στην ψυχή του. Εκεί μέσα ακριβώς εργάζεται η λογοτεχνία, εκεί ξύνει και σκάβει και από εκεί αντλεί την έμπνευσή της, από το αχανές εύρος της ανθρώπινης περιπέτειας» τόνισε η Ιωάννα Καρυστιάνη. Έπειτα σταθήκαμε στο Πολυτεχνείο, στο οποίο αφιερώνονται μερικές από τις ωραιότερες και πιο στοχαστικές σελίδες του βιβλίου. «Έχουν δημοσιευθεί χρονικά και μαρτυρίες ανθρώπων που έλαβαν μέρος στα γεγονότα. Τα “Ψιλά γράμματα” είναι κάτι άλλο. Πιο πολύ θέλησα να βαδίσω σε ένα ψυχογράφημα, ενός ανθρώπου και μιας εποχής. Η ιστορία του βιβλίου αρχίζει το 1972 και τελειώνει το 2006. Στις σελίδες κυκλοφορεί πολύς κόσμος, οικογένεια, συνάδελφοι, δεσμοί, ρεαλιστές και αναχωρητές. Κεντρικό ρόλο βαστάει και η ετήσια περιφορά του Επιταφίου στην καρδιά της άνοιξης, υπάρχει λόγος. Θέλησα να ψάξω τους αφανείς, τους “αόρατους”, έτσι τους λέω εγώ. Εντοπίζω τον Τσιούλη –ή τον επινοώ, ό,τι προτιμάτε– και μέσα από αυτόν φιλτράρω την πείρα, προσωπική και συλλογική. Τι συμβαίνει όμως όταν έρχεται η μαύρη ώρα που συνειδητοποιεί κανείς ότι “το ποίημα δεν σώθηκε”; Διότι εκείνη η βραδιά του Νοέμβρη ήταν ένας δεκαπεντασύλλαβος. Και πώς τη βγάζει κανείς μετά; Όταν έχει ζήσει την υπέρβαση και έχει κάνει τις υπερπτήσεις στις αριστουργηματικές ιδέες; Θέλησα πάνω απ’ όλα να βρω τον άνθρωπο που δεν αποξεχάστηκε κατόπιν και αποζητά σταθερά την τράκα ελευθερίας που βίωσε εκείνη τη βραδιά, τον άνθρωπο που εξακολουθεί να λαχταρά έναν κόσμο διαφορετικό. Στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσω και κάτι. Ποια είμαι εγώ που θα κρίνω τους άλλους; Καταλαβαίνω όσους κάνουν τη λάτρα της πολιτικής και αρκετούς τους σέβομαι. Πλην όμως, ταυτίζομαι με ορισμένες απόψεις, με τις οποίες τυχαίνει να ταυτίζεται και ο Τσιούλης, ότι σήμερα “οι σιγανοί περνιούνται για τιποτένιοι, οι άτολμοι για συνετοί, οι γενναίοι για εξωγήινοι και οι συμβιβασμένοι για προσαρμοστικοί”» ανέφερε. Η Ιωάννα Καρυστιάνη υποστηρίζει ότι «χωρίς την ατμόσφαιρα που δημιουργεί η γλώσσα δεν υπάρχει λογοτεχνία». Και συνέχισε. «Η γλώσσα είναι ατέρμονη άσκηση. Και ευτυχώς, επειδή με αυτήν συνεννοούμαστε, και με τους άλλους και με τον εαυτό μας. Αν σταματήσει αυτή η άσκηση με τη γλώσσα, είμαστε μια τελειωμένη υπόθεση. Σε κάθε βιβλίο καλείσαι να βρεις τη γλώσσα του κάθε ήρωα ξεχωριστά και της ιστορίας συνολικά. Αυτό το συνταίριασμα έχει ειδικό βάρος κατά τη γνώμη μου γιατί η γλώσσα αποτελεί μαρτυρία για το τι παίζεται σε κάθε εποχή, για το ήθος της. Μερικές φορές με μέμφομαι, ξέρετε. Ότι γίνεται η γλώσσα πιο ανελέητη απ’ όσο αντέχω στ’ αλήθεια κι εγώ η ίδια. Ώρες ώρες θα ήθελα ένα πιο φιλειρηνικό γράψιμο, να γαληνέψω σε μερικές αράδες. Πότε πότε το καταφέρνω με παραγράφους που ξεστρατίζουν ή επιστρατεύοντας χιούμορ πικρό… Νομίζω ωστόσο ότι οι αναγνώστες μου με έχουνε μυριστεί. Δεν υπάρχει περίπτωση να τους αιφνιδιάσω, δεν αδημονούν και οι ίδιοι για εκπλήξεις. Γιατί εγώ τους φιλεύω τα γνωστά, αντιήρωες, αγριεμένα συναισθήματα και μια γλώσσα εβαπορέ, όπως μου είπε παλιά χαριτολογώντας ο Γιάννης Ξανθούλης, συμπυκνωμένη δηλαδή. Αχ, η γλώσσα… Μου αρέσει να είναι διαπεραστική, να είναι αισθαντική και πού και πού να ησυχάζει». Στο σημείο εκείνο της μεταφέραμε μια στιχομυθία που είχαμε κρυφακούσει τυχαία σε ένα βιβλιοπωλείο με επίκεντρο την «απαισιοδοξία» στη γραφή της. «Ειλικρινά σας το λέω, δεν ξεκινώ ποτέ να γράψω κάτι δυσάρεστο ή σκοτεινό… Ούτε και θέλω να πρήζω τους ανθρώπους. Θεωρώ όμως ότι τα βιβλία δεν τα παίρνει κανείς μονάχα έτσι. Συμπεριλαμβάνω και τα δικά μου. Αφήστε που τα δικά μου έχουν και ορισμένες φωτεινές στιγμές, πινελιές ιλαρότητας… Λοιπόν, θα σας εξομολογηθώ κάτι. Πολύ θα ήθελα να γράψω μια κωμωδία αλλά φαίνεται πως δεν το έχω αυτό το ταλέντο. Είμαι με πνιγμένους, με δολοφονημένους, με εκτελεσμένους. Και με Τσιούληδες. Και με ανεμοδαρμένους. Πιστεύω ότι προσφέρουν ουσιαστικά πράγματα και αυτού του είδους τα βιβλία, τα “απαισιόδοξα”, για να χρησιμοποιήσω κι εγώ αυτόν τον καταχρηστικό όρο. Επειδή σε εξοικειώνουν με κάποιες μορφές φόβου, θλίψης, πόνου. Και σε εξοπλίζουν κιόλας, με περισσότερο κουράγιο και απαντοχή. Εξυπακούεται ότι, εν προκειμένω, δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στα δικά μου, υπάρχουν πολύ καλύτερα. Η τέχνη και η ιστορία ζουν όσο αναστατώνουν και όσο εμπνέουν» υπογράμμισε η Ιωάννα Καρυστιάνη. «Στα βιβλία μου με απασχολεί έντονα ο περίφημος συνδυασμός εμπειριών, προσδοκιών και ματαιώσεων του καθενός. Είναι ανισομερής αυτός, κατά κανόνα. Και κατά διαστήματα καθορίζει την πορεία των ανθρώπων. Είμαι συγγραφέας, ανάλογα ερωτήματα προσπαθώ να διερευνήσω, ερωτήματα που δεν απασχολούν συνήθως όσους είναι στη δημόσια ζωή, όσους επενδύουν σε συμψηφισμούς, κουκουλώματα και άλλες ευγενείς δραστηριότητες με αποτέλεσμα να μην τους περισσεύει πολύς χρόνος για την χάραξη πολιτικής της προκοπής για το μέλλον. Σκέφτομαι τους νέους. Συρρικνώνεται ο χώρος για εκείνους και μάλιστα με δόλο. Δεν τους στριμώχνουνε παντού με τα τανκς σήμερα αλλά με τη διάψευση των ελπίδων για μια ζωή δίχως ένα σερί ταπεινώσεων. Έχουν δικαίωμα στο δικό τους ποίημα. Ένας επιπρόσθετος παράγοντας στον ασφυκτικό κλοιό γύρω τους είμαστε κι εμείς οι μεγαλύτεροι που δεν τους αφήνουμε πολλά περιθώρια, που με αυταρέσκεια, για να μην πω με αυταρχισμό, απαιτούμε την εξαντλητική παράταση της όποιας σημασίας αποδίδουμε στο δικό μας παρελθόν, σε όσα κάναμε και όσα δεν κάναμε. Το χειρότερο είναι ότι μπορεί να ακυρώνουμε τον αυθορμητισμό τους, που συνήθως συλλαμβάνει ακαριαία ποιο είναι το δίκαιο και πιο το άδικο».

 

ΤΟ ΒΗΜΑ, 18 Οκτωβρίου 2022





© 2024 PROSPERUS Με επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.
  ^